Άρνηση
Στο περιγιάλι το κρυφ?
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε το όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας, λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Στροφή
Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι.
Ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα ενός μυστικού δείπνου...
Στιγμή σπυρί της άμμου,
που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγικ? κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.
(συλλογή Στροφή, ομώνυμο ποίημα)
Πρωί
Άνοιξε τα μάτια και ξεδίπλωσε
το μαύρο πανί πλατιά και τέντωσέ το
άνοιξε τα μάτια καλά στύλωσε τα μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πως το μαύρο πανί ξεδιπλώνεται
όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στο νερό
μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα
και βουλιάζουνε λοξά σαν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πως το μαύρο δέρμα του τυμπάνου
σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου
όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος, έτσι.
Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία
του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχάμενα νερά εδώ είναι ο κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στα αυτιά ενός βρέφους
και ο ήλιος να! και τα πουλιά του παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος από το φως.
Περιστατικά Γ
Χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα
τούτη η αγάπη που πηγαίνει
σκορπισμένη, μαζεμένη,
σκορπισμένη πάλι-πάλι,
κι όμως σφύζει κι όμως πάλλει
στη δαγκωματιά του μήλου
στη χαραγματιά του σύκου
σε ένα βυσσινί κεράσι
σε μια ρώγα από ροδίτη
τόση ανάερη Αφροδίτη,
θα διψάσει θα κεράσει
ένα στόμα κι άλλο στόμα
χωρίς χρώμα, χωρίς σώμα.
Αφήγηση
(μελοποίηση: Μίλτος Πασχαλίδης)
Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
Κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
Σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
Στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα
Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
Ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν
Γυναίκες που γερνούνε δύσκολα
Αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
Σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
Και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών
Πηγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
Μηχανή μιας απέραντης οδύνης
Που κατάντησε να μην έχει σημασία
Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
Για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
Για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
Που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς
Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
Εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
Τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή
Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος
Μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
Σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις από τα τρένο
Ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή
Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
Σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
Και σας μιλώ για αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
Που να μην το συνηθίσατε
Προσκυνώ
Άνοιξη μ.Χ.
Πάλι με την άνοιξη
φόρεσε χρώματα ανοιχτά
και με περπάτημα αλαφρύ
πάλι με την άνοιξη
πάλι το καλοκαίρι
χαμογελούσε.
Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στήθος γυμνό ως τις φλέβες
πέρα από τη νύχτα τη στεγνή
πέρα από τους άσπρους γέροντες
που συζητούσαν σιγανά
τι θα τανε καλύτερο
να παραδώσουν τα κλειδιά
ή να τραβήξουν το σκοινί
να κρεμαστούνε στη θηλιά
να αφήσουν άδεια σώματα
εκεί που οι ψυχές δεν άντεχαν
εκεί που ο νους δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.
Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιος
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμο?ς και θάλασσα
και φύγαν σαν αγάλματα
κι άφησαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε σπαθί
που δεν την πήρε καλπασμός
μήτε η φωνή των άγουρων
κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κι ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί με αυτή την άνοιξη
και κάθισε κι απλώθηκε
ωσάν την πάχνη της αυγής
και πιάστη από τα αψηλά κλαδιά
μέσα από τα δέντρα γλίστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.
Μα εκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ανοιχτά
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατούσε ανάλαφρα
ανοίγοντας παράθυρα
στον ουρανό που χαίρονταν
χωρίς εμάς τους άμοιρους.
Κι είδα το στήθος της γυμνό
τη μέση και το γόνατο
πως βγαίνει από την παιδωμή
να πάει στα επουράνια
ο μάρτυρας ανέγγιχτος
ανέγγιχτος και καθαρός,
έξω από τα ψιθυρίσματα
του λαού τα αξεδιάλυτα
στον τσίρκο τον απέραντο
έξω από το μαύρο μορφασμό
τον ιδρωμένο τράχηλο
του δήμιου που αγανάχτησε
χτυπώντας ανωφέλευτα.
Έγινε λίμνη η μοναξιά
έγινε λίμνη η στέρηση
ανέγγιχτη κι αχάραχτη.
16 Μαρτ. ?39
Φωτιές του Άϊ-Γιάννη
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί να αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω απ? τα αστέρια κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Άν μείνεις γυμν? μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που απ? τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα έχεις πεθάνει.
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστ? νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια, τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
ανταύγεια).
Μα εσ? που γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Άι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τα αστέρια.
Λονδίνο, ?ούλιος 1932
Έγκωμη
Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός, από μακριά φαινόνταν
το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου-κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη, το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στα αγκάθια τριγυρίζαν
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες, θα είχε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.
Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,
γυναίκες κι άντρες με τα αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μία πολιτεία παλιά, τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω από το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.
φαντάσματα κα? υφάσματα, χλιδ? και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.
Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν
τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
με ένα ρυθμό βαρ? και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.
Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι είταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα του ουρανού, κι είτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά πού πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι ανάμεσά τους ένα πρόσωπο το φως να ανηφορίζει.
Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω από τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τα άγουρα βυζιά της οδηγήτρας
χορός ακίνητος.
Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν
γυναίκες γνέθανε, τα αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε με ανάερη τη βουκέντρα.
Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο να ανεβαίνει,
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.
Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουραν?ς ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια
και χάθηκαν. Ο κόσμος
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με Αρώματα απ? σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά,
κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τα αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.
Επιτύμβιο στη Γάτα μου την Τούτη
Είχε το χρώμα του έβενου τα μάτια της Σαλώμης
η Τούτη η γάτα που έχασα, διαβάτη, μη σταθείς.
Βγήκε από το χάσμα που έκοβε στης μέρας το σεντόνι
τώρα να σκίσει δεν μπορεί του ζόφου το πανί.
Άγκυρα 22. 8. 1949
Ευριπίδης, Άθηναίος
Γέρασε ανάμεσα στη φωτι? της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.
Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της
θάλασσας.
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τα αγρίμια,
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι,
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.
Η λυπημένη
Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι
δείχνοντας πως πονείς,
κι είχες στα χείλια τη γραμμή
που είναι γυμνή και τρέμει
σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί,
κι είχες στο νου σου το σκοπό
που ξεκινά το δάκρυ
κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό,
μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.
Ο γυρισμός του ξενιτεμένου
- Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω απ? ξένους ουρανούς
μακριά από τον τόπο το δικό σου.
- Γυρεύω τον παλιό μου κήπο,
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στ? χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγι?ς
ώρα πολλ? λαχανιασμένος.
- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις,
θα ανηφορίσουμε μαζ?
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω από το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα ρθουν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
- Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τα αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα από τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πως θες να μπω σε αυτή τη στάνη;
οι στέγες μου έρχουνται ως τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
- Παλιέ μου φίλε δε με ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
- Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς το ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω από τη γης κι από τους ανθρώπους.
- Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πως χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Αθήνα, άνοιξη 38
Ο Δαίμων της Πορνείας
«Nicosia e Famagosta per la lor bestia si lamenti e garra»
PARADISO
«ως γοιον ηξεύρετε και ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον
πλημμελά τον εκόμπωσε τον ρήγαν και έππεσεν εις αμαρτίαν»
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ
Ο Τζουάν Βισκούντης είχε γράψει την αλήθεια.
Πως πλέρωσε μαυλίστρες ο κούντη Τερουχάς
πως βρέθηκαν αντάμα αυτός κι η ρήγαινα
πως άρχισε το πράμα, πως ξετέλειωσε,
όλα της Λευκωσίας τα κοπέλια
το διαλαλούσαν στα στενά και στις πλατείες.
Πως ήταν η γραφή σωστή που έστειλε στη φραγκιά στο ρήγα
το ξέραν οι συβουλατόροι.
Όμως τώρα
συνάχτηκαν και συντυχαίναν για να συβουλέψουν
την Κορόνα της Κύπρου και των Ιεροσολύμων,
τώρα ήταν διαταμένοι για να κρίνουν
τη ρήγαινα Λινόρα που κρατούσε
από τη μεγάλη τη γενιά των Καταλάνων,
κι είναι ανελέημονες οι Καταλάνοι
κι αν τύχαινε κι ο ρήγας εκδικιούνταν
τίποτε δε θα το χαν να αρματώσουν και να ρθούνε
και να τους ξολοθρέψουν αυτούς και το βιο τους.
Είχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες,
από τη γνώμη τους κρέμουνταν το ρηγάτο.
Πως ο Βισκούντης ήταν τίμιος και πιστός
βέβαια το ξέραν, όμως βιάστηκε,
φέρθηκε αστόχαστα άμοιαστα άτσαλα.
Ήταν αψύς ο ρήγας, πως δεν το λογάριασε;
και μπρούμυτα στον πόθο της Λινόρας.
Πάντα μαζί του στα ταξίδια το πουκάμισό της
και το έπαιρνε στην αγκαλιά του σαν κοιμούνταν,
και πήγε να του γράψει ο αθεόφοβος
πως βρήκαν με την άρνα του το κριάρι,
γράφουνται τέτοια λόγια σε έναν άρχοντα;
Ήταν μωρός. Τουλάχιστο ας θυμούνταν
πως έσφαλε κι ο ρήγας, έκανε το λιγωμένο
μα είχε στο πισωπόρτι και δυο καύχες.
Αναστατώθη το νησί σαν η Λινόρα
πρόσταξε και της έφεραν τη μια, τη γκαστρωμένη
κι άλεθαν με το χερομύλι πάνω στην κοιλιά της
πινάκι το πινάκι το σιτάρι.
Και το χειρότερο - δεν το χωράει ο νους -
αφού το ξέρει ο κόσμος όλος πως ο ρήγας
γεννήθηκε στο ζώδιο του Αιγόκερω,
πήρε στα χέρια του ο ταλαίπωρος καλάμι
τη νύχτα που ήταν στον Αιγόκερω η σελήνη
να γράψει τι; για κέρατα και κριάρια!
Ο φρόνιμός τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει.
Όχι, δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
που είναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος
είναι να βρουμε το μικρότερο κακό.
Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του
παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.
Έτσι συβουλευόντουσαν όλη τη μέρα
και κατά το βασίλεμα πήγαν στο ρήγα
προσκύνησαν και του είπαν πως ο Τζουάν Βισκούντης
είναι ένας διαστρεμμένος ψεματάρης.
Κι ο Τζουάν Βισκούντης πέθανε από την πείνα σε μια γούφα.
Μα στην ψυχ? του ρήγα ο σπόρος της ντροπής του
άπλωνε τα πλοκάμια του και τον εκίνα
το παθε να το πράξει και στους άλλους.
Κερά δεν έμεινε που να μη βουληθεί να την πορνέψει,
τις ντρόπιασε όλες. Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν
και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.
Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα
ως την αυγή του Αγίου Αντωνιού, μέρα Τετάρτη
που ήρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν
από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν.
«Και τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης
ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν» λέει ο χρονογράφος
«κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγει
τα λυμπά του με τον αυλόν και του είπε:
Για τούτα έδωκες θάνατον!».
Αυτό το τέλος
όρισε για το ρήγα Πιέρ ο δαίμων της πορνείας.
[Προμετωπίδα σε μια αντιγραφή των «Ωδών»]
«Θλίβει ο καπνός το διάστημα γαλάζιον των αέρων»- διαβάζω
Κάλβο, που τύπωσε στα 26 και τον γνωρίσαμε στα 88,
και που έμεινε αξομολόγητος στα γεροντάματα, σαν ένα «ραγισμένο βάζο»,
στα χέρια μιας γριάς Εγγλέζας δασκάλας, σύμβολο ακατάλυτο και φριχτό
για όσους επιμένουν να γράφουν στίχους ή πρόζα που κανείς δεν καταλαβαίνει,
και γυρεύουν να δοξαστούν, οι τυχάρπαστοι, από τους λογάδες και τους σοφούς,
ενώ θα να ταν χίλιες φορές προτιμότερο, και η τέχνη πολ? πιο ευτυχισμένη,
αν πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα, ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς.
Τράνσβααλ, 11. 12. 1941
Σχέδια για ένα καλοκαίρι. [Άνθη της πέτρας]
Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στο αργό ψιχάλισμα,
άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
που με άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από τη σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.
Τριζόνια
Το σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Και τα χρόνια
που ζούμε σαν αυτά χτυπούν
καθώς οι δίκαιοι σιωπούν
σα να μην είχαν τι να πουν.
Κάποτε το άκουσα στο Πήλιο
να σκάβουνε γοργ? ένα σπήλαιο
μέσα στη νύχτα. Αλλά το φύλλο
της μοίρας τώρα το γυρίσαμε
και μας γνωρίσατε και σας γνωρίσαμε
από τους υπερβόρειους ίσαμε
τους νέγρους του ισημερινού
που έχουνε σώμα χωρίς νου
και που φωνάζουν σαν πονούν.
Κι εγώ πονώ κι εσείς πονείτε
μα δε φωνάζουμε και μήτε
καν ψιθυρίζουμε, γιατί
η μηχαν? είναι βιαστική
στη φρίκη και στην καταφρόνια
στο θάνατο και στη ζωή,
Το σπίτι γέμισε τριζόνια.
Πρετόρια, 16 Γενάρη 42
Φυγή
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
με όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.
Ο τόπος μας είναι κλειστός
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας. Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας. Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για τη ψυχή μας. Πως γεννήθηκαν πως δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε να ανασάνουμε βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα απ? ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πως να αγαπήσουν».
(Α. Η Πέτρα)
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Παραμένομεν εις την αυτήν θέσιν αναμένοντες διαταγάς - ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Στο μεταξ? πολλ?ς φορ?ς μου φαίνεται πως είναι πιο καλ? να κοιμηθείς
παρά να βρίσκεσαι έτσι
χωρίς σύντροφο και να επιμένεις τόσο.
Και τι να κάνεις μέσα στην αναμονή, και τι να πεις;
Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σε ένα μικρόψυχο καιρό;
Φρειδερίκος Χέλντερλιν, «Το Ψωμί και το Κρασί»
* ? ΜΑΘΙΟΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ Κορυτσά, καλοκαίρι 1938
* ΩΡΑΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΠΡΩΙ Κορυτσά, καλοκαίρι 1937
* PIAZZA SAN NICOLO Πήλιο-Κορυτσά, καλοκαίρι-φθινόπωρο 1938
* ? ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΗΛΙΟΣ
* Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ
* ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΧΑΡΑΣ Πεντέλη, άνοιξη
* ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ
* ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
* Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ Αθήνα, Φέβ. ?39
* ΑΝΟΙΞΗ Μ. Χ.
* ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ
* ΠΡΩΙ
* ΑΦΗΓΗΣΗ
* LES ANGES SONT BLANCS
* Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ
________________________________________
Ο Μαθιός Πασχάλης ανάμεσα στα τριαντάφυλλα
Καπνίζω χωρίς να σταματήσω από το πρωί
αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα με αγκαλιάσουν
με αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν
φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί
κοιτάζουν περιμένουν να ιδούν κάποιον δεν περνά κανείς
πίσω από τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ
πάνω σε ένα κοτσάνι βαριεστισμένο χωρίς ευωδιά,
στην άλλη ζωή μία γυναίκα μου έλεγε μπορείς να αγγίξεις
αυτό το χέρι
κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου
μπορείς να το πάρεις
τώρα ή αργότερα, όταν θελήσεις.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια
τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα
κι έχουνε κάτι στο φέρσιμό τους από τη φωνή
στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει
να φωνάζει ο άνθρωπος: «μάννα» ή «βοήθεια»
ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.
Είναι ένας μικρός κήπος όλο τριανταφυλλιές
λίγα τεραγωνικά μέτρα που χαμηλώνουν μαζί μου
καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρ?ς ουρανό
κι η θεία της έλεγε: «Αντιγόνη ξέχασες σήμερα τη γυμναστική σου
στην ηλικία σου δε φορούσα κορσέ στην εποχή μου».
Η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί με ανάγλυφες φλέβες
είχε πολλές ρυτίδες γύρω στα αυτιά μία ετοιμοθάνατη μύτη
αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Την είδα μία μέρα να αγγίζει το στήθος της Αντιγόνης
σαν το μικρ? παιδ? που κλέβει ένα μήλο.
Τάχα θα τη συναπαντήσω τη γριά γυναίκα έτσι που κατεβαίνω;
Μου είπε σαν έφυγα: «Ποιός ξέρει πότε θα ξαναβρεθούμε»
κι έπειτα διάβασα το θάνατό της σε παλιές εφημερίδες
το γάμο της Αντιγόνης και το γάμο της κόρης της Αντιγόνης
χωρίς να τελειώσουν τα σκαλοπάτια μήτε ο καπνός μου
που μου δίνει μία γέψη στοιχειωμένου καραβιού
με μια γοργόνα σταυρωμένη τότες που είταν όμορφη, πάνω στο τιμόνι.
Κορυτσά, καλοκαίρι 37
________________________________________
Ωραίο φθινοπωρινό πρωί
για την κυρία Ντονογκά
Να που με αρέσουν επι τέλους αυτά τα βουνά με αυτό το φως
με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα
όταν τα μάτια του στενεύουν από τα χρόνια.
Να που με αρέσουν αυτές οι λεύκες, δεν είναι πολλές
σηκώνοντας τους ώμους μέσα στον ήλιο.
Οι αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες
το καλοκαίρι με τα δρεπάνια και το χειμώνα με τα τσεκούρια
κι όλο τα ίδια ξανά και ξανά, ίδιες κινήσεις
στα ίδια σώματα κόπηκε η μονοτονία.
Τι λέει ο Μουεζίνης στην άκρη του μιναρέ; για πρόσεξε
Έσκυψε να αγκαλιάσει μία ξανθη κούκλα στο πλαϊνό μπαλκόνι.
Αυτή ανεμίζει δυο ρόδινα χεράκια στον ο?ρανό
δεν παραδέχεται να τη βιάζουν
Ωστόσο γέρνει ο μιναρές και το μπαλκόνι σαν τον πύργο της Πίζας
ακούς μονάχα ψιθυρίσματα, δεν είναι τα φύλλα μήτε το νερό
«αλλάχ! αλλάχ!» δεν είναι μήτε το αγεράκι, παράξενη προσευχή
ένας κόκορας λάλησε, πρέπει να είναι ξανθός
ω ψυχή ερωτευμένη που πέταξες στα ύψη!
Να που με αρέσουν επί τέλους αυτά τα βουνά, έτσι κουλουριασμένα
το γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου με αυτές τις ρυτίδες
σκέφτηκε κανείς να πεί τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει μία παλάμη
σκέφτηκε κανείς;...
Ω εκείνη η επίμονη σκέψη
κλεισμένη σε ένα κουτί αδειανό, θεληματική
χτυπώντας αδιάκοπα το χαρτόνι, όλη τη νύχτα
σαν ποντικός που ροκανίζει το πάτωμα
Κόπηκε η μονοτονία, ω εσύ που πέταξες στα ύψη
να που με αρέσει
κι αυτό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου τόσο υπομονετικό
τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δεν φτάνει κανείς πουθενά
θυμίζει το αγέρωχο κεφάλι του πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ.
Κορυτσά 1937
________________________________________
Μέρες Γ 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940
[ΑΘΗΝΑ-1977-ΙΚΑΡΟΣ]
Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δυο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μία φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω απ? τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ?κόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλ? ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως.
Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μία νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας. Αμέσως μετά τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας.
Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολ? ζωντανή.
Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμο? περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικ? συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή με ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της.
Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμι? δακτυλογράφος ακόμη. Πήγα σπίτι μία στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μάρω μου είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες. Στη γωνία Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο. Τώρα όλοι μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας».
Ο βασιλιάς με ύφος νέου αξιωματικού. Υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε. Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:-είστε βέβαιος; και των Γερμανών; -Και των Γερμανών είπα. -Τι δικαιολογία να δώσουμε; Δεν έχω καιρό για συζητήσεις: -Πέστε τους πώς τώρα είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολ? στείλτε τους σε εμένα. Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «Άλα Λιτόρια».
________________________________________
Piazza San Nicolo
Longtemps je me suis couch? de bonne heure
Το σπίτι γεμάτο γρίλιες και δυσπιστία
σαν το καλοκοιτάξεις στις σκοτειν?ς γωνι?ς
«για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ψιθυρίζει
«κοίταζα την εικόνα του Ύλα και την εικόνα της Μαγδαληνής
προτού καληνυχτίσω κοίταζα το παλιό έλατο με το άσπρο φως
τα μέταλλα που γυάλιζαν και δύσκολα άφηνα
τις τελευταίες φωνές της μέρας».
Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες
ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια
το χέρι που φτιάνει σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα
τα χείλη που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.
Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν
δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε.
Η δροσιά του βουνού δεν κατεβαίνει ποτέ χαμηλότερα απο το καμπαναριό
που μετρά τις ώρες μονολογώντας και το βλέπουμε
σαν έρχεται το απόγευμα στην αυλή
η θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα το γένος Τροφίμοβιτς.
Η δροσιά του βουνού δεν αγγίζει ποτέ το στιβαρό χέρι του Άη Νκόλα
μήτε το φαρμακοποιό που κοιτάζει ανάμεσα σε μια κόκκινη και πράσινη σφαίρα
σαν υπερωκεάνειο μαρμαρωμένο.
Για να βρεις τη δροσιά του βουνού πρέπει να ανέβεις ψηλότερα από το καμπαναριό
κι από το χέρι του Άη Νικόλα
κάπου 70 ή 80 μέτρα δεν είναι πολύ.
Κι όμως εκεί ψιθυρίζεις όπως σαν πλάγιαζες νωρίς
και μέσα στην ευκολία του ύπνου χάνονταν η πίκρα του αποχωρισμού
όχι λέξεις πολλ?ς δυο-τρεις μονάχα και τούτο φτάνει
αφού κυλάνε τα νερά και δε φοβούνται μη σταματήσουν
ψιθυρίζεις ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο ενός φίλου
σα να μην είχες μεγαλώσει μέσα στο σπίτι το σιωπηλό
με φυσιογνωμίες που βάρυναν και μας έκαναν αδέξιους ξένους.
Κι όμως εκεί, λίγο ψηλότερα από το καμπαναριό, αλλάζει η ζωή σου.
Δεν είναι μεγάλο πράγμα να ανεβείς μα είναι πολ? δύσκολο να αλλάξεις
σαν είναι το σπίτι μέσα στην πέτρινη εκκλησιά
κι η καρδιά σου μέσα στο σπίτι που σκοτεινιάζει
κι όλες οι πόρτες κλειδωμένες από το μεγάλο χέρι του Άη Νικόλα
Πήλιο-Κορυτσά, καλοκαίρι-φθινόπωρο ?37
________________________________________
Διάλειμμα Χαράς
Πεντέλη, άνοιξη
Είμασταν χαρούμενοι όλοι εκείνο το πρω?
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα τα λουλούδια
έπειτα ο ήλιος
ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.
Μια νύμφη μάζευε τις ένοιές μας και τις κρεμνούσε στα δέντρα
ένα δάσος απ? δέντρα του Ιούδα.
Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσαν
κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες
σάρκες μικρών παιδιών.
Είμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί
η άβυσσο κλειστό πηγάδι
όπου χτυπούσε το τρυφερ? πόδι ενός ανήλικου φαύνου
θυμάσαι το γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Έπειτα σύννεφα βροχή και το νοτισμένο χώμα
έπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβα
κι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας
τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μία πύρινη ρομφαία-
«Ανεξήγητο» είπες «ανεξήγητο
δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους
όσο και να παίζουν με τα χρώματα
είναι όλοι τους μαύροι».
________________________________________
Το φύλλο της λεύκας
Έτρεμε τόσο που το πήρε ο άνεμος
έτρεμε τόσο πως να μην το πάρει ο άνεμος
πέρα μακριά
μια θάλασσα
πέρα μακριά
ένα νησί στον ήλιο
και τα χέρια σφίγγοντας τα κουπιά
πεθαίνοντας την ώρα που φάνηκε το λιμάνι
και τα μάτια κλειστά
σα θαλασσινές ανεμώνες.
Έτρεμε τόσο πολύ
το ζήτησα τόσο πολύ
στη στέρνα με τους ευκαλύπτους
την άνοιξη και το φθινόπωρο
σε όλα τα δάση γυμνά
θεέ μου το ζήτησα.
________________________________________
Αλληλεγγύη
Είναι εκεί δεν μπορώ να αλλάξω
με δυο μεγάλα μάτια πίσω από το κύμα
από το μέρος που φυσά ο αγέρας
ακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών
είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτια
μήπως άλλαξε κανε?ς ποτέ του.
Τι γυρεύετε; τα μηνύματά σας
έρχουνται αλλαγμένα ως το καράβι
η αγάπη σας γίνεται μίσος
η γαλήνη σας γίνεται ταραχή
και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω
να ιδώ τα πρόσωπά σας στο ακρογιάλι.
Είναι εκεί τα μεγάλα μάτια
κι όταν μένω καρφωμένος στη γραμμή μου
κι όταν πέφτουν στον ορίζοντα τα αστέρια
είναι εκεί δεμένα στον αιθέρα
σα μια τύχη πιο δική μου από τη δική μου.
Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής
βουίζουν μέσα στα ξάρτια καα περνάνε
μήπως πιστεύω στην ύπαρξή σας
μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.
Έχασε το χρώμα του πια αυτός ο κόσμος
καθώς τα φύκια στα ακρογιάλι του άλλου χρόνου
γκρίζα ξερά στο έλεος του ανέμου.
Ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτια
ευκίνητα και ακίνητα σαν τον αγέρα
και τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι ο θεός μου.
________________________________________
Ημερολόγιο Καταστρώματος Β
Κάποτε συλλογίζομαι πως όλα τούτα εδώ που γράφω
δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους
φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι. Γ. Σ.
Στη Μάρω
* Μέρες του ?ουνίου ?41
* Υστερόγραφο
* Η μορφ? τ?ς Μοίρας
* Kerk str. Oost. Pretoria, Transvaal
* Ο Στρατής Θαλασσιν?ς ανάμεσα στους αγάπανθους
* Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
* Ο Στρατ?ς Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα
* Καλλιγράφημα
* Μέρες του Απρίλη ?43
* Θεατρίνοι, Μ. Α.
* Ανάμεσα στα κόκκαλα εδώ
* Τελευταίος σταθμός
________________________________________
Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ
Στον κόσμο της Κύπρου, Μνήμη και Αγάπη ...
Κύπρον, ου μ εθέσπισεν...
* ΑΓΙΑΝΑΠΑ Α (Τοποθεσία της Κύπρου)
* ΟΝΕΙΡΟ
* ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
* ΕΠΙΚΑΛΕΩ ΤOI ΤΗΝ ΘΕΟΝ
* ΕΛΕΝΗ
* ΑΓΙΑΝΑΠΑ Β
* ΜΝΗΜΗ Α
* ? ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
* ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΚΕΡΉΝΕΙΑΣ
* ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΙΝΔΩΝΑ
* ΤΡΕΙΣ ΜΟΥΛΕΣ
* ΠΕΝΘΕΥΣ
* ΝΕΟΦΥΤΟΣ ? ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ
* ΜΝΗΜΗ Β?
* ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΣ
* ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ ? ΑΘΗΝΑΙΟΣ
* ΕΓΚΩΜΗ (Τοποθεσία της Κύπρου)
________________________________________
ΆγιαΝάπα, Α
Και βλέπεις το φως του ήλιου καθώς έλεγαν οι παλαιοί.
Ωστόσο νόμιζα πως έβλεπα τόσα χρόνια
περπατώντας ανάμεσα στα βουνά και στη θάλασσα
συντυχαίνοντας ανθρώπους με τέλειες πανοπλίες...
παράξενο, δεν πρόσεχα πως έβλεπα μόνο τη φωνή τους.
Είταν το αίμα που τους ανάγκαζε να μιλούν, το κριάρι
που έσφαζα κι έστρωνα στα πόδια τους...
μα δεν είταν το φως εκείνο το κόκκινο χαλί.
Ό,τι μου λέγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω
όπως όταν σε κρύψουν κυνηγημένο νύχτα σε στάβλο
ή φτάσεις τέλος το κορμ? βαθύκολπης γυναίκας
κι είναι γεμάτη η κάμαρα πνιγερές μυρωδιές...
ό, τι μου λέγαν δορά και μετάξι.
Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου... το χρυσό δίχτυ
όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια
που ένας μεγάλος άγγελος τραβά
μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων.
________________________________________
Επικαλέω τοι την Θεόν...
Λάδι στα μέλη,
ίσως ταγγή μυρωδιά
όπως εδώ στο λιόμυλο
της μικρής εκκλησιάς
στους χοντρούς πόρους
της σταματημένης πέτρας.
Λάδι στην κόμη
στεφανωμένη με σχοινί,
ίσως και άλλα αρώματα
που δε γνωρίσαμε
φτωχά και πλούσια
κι αγαλματάκια στα δάχτυλα
προσφέρνοντας μικρούς μαστούς.
Λάδι στον ήλιο
τρόμαξαν τα φύλλα
στου ξένου το σταμάτημα
και βάρυνε η σιγή
ανάμεσα στα γόνατα.
Έπεσαν τα νομίσματα
«Επικαλέω τοι τον Θεόν...»
Λάδι στους ώμους
και στη μέση που λύγισε
γρίβα σφυρά στη χλόη,
κι αυτή η πληγή στον ήλιο
καθώς σημαίναν τον εσπερινό
καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο
με ένα σακάτη.
________________________________________
ΑΓΙΑΝΑΠΑ, Β
Άνοιξη 1156
Στίχοι για μουσική
Κάτω από τη γέρικη συκομουριά
τρελός ο αγέρας έπαιζε
με τα πουλιά με τα κλωνιά
και δε μας έκραινε.
Ώρα καλή σου αγέρα της ψυχής
ανοίξαμε τον κόρφο μας
έλα να μπεις έλα να πιεις
από τον πόθο μας.
Κάτω από τη γέρικη συκομουριά
ο αγέρας σηκώθη κι έφυγε
κατά τα κάστρα του βοριά
και δε μας άγγιξε.
Θυμάρι μου και δεντρολιβανιά,
δέσε γερ? το στήθος σου
και βρες σπηλιά και βρες μονιά
κρύψε το λύχνο σου.
Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού
δεν είναι της Ανάστασης
μα είναι της φωτιάς και του καπνού
της ζωής της άχαρης.
Κάτω από τη γέρικη συκομουριά
στεγνός ο αγέρας γύρισε
οσμίζουνταν παντού φλουριά
και μας απούλησε.
________________________________________
MNHMH A
και η θάλασσα ουκ έστιν έτι
Κι εγώ στα χέρια μου μόνο με ένα καλάμι
είταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση
και μύριζε το χώμα απ? την τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα δεν υπάρχει,
ό, τι σκοτώνουν την μέρα τα αδειάζουν με κάρα πίσω από τη ράχη.
Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα με αυτή τη φλογέρα
που μου χάρισε ένας γέροντας βοσκός επειδή του είπα καλησπέρα
οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό
ξυπνούν, ξυρίζουνται κι αρχίζουν μεροκάματο το σκοτωμό,
όπως κλαδεύεις ή χειρουργείς, μεθοδικά, χωρ?ς πάθος
ο πόνος νεκρ?ς σαν τον Πάτροκλο και κανείς δεν κάνει λάθος.
Συλλογίστηκα να φυσήξω ένα σκοπό κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμο
αυτόν που με βλέπει πέρα από τη νύχτα μες από το φως μου
που υφαίνουν τα κορμιά ζωντανά, οι καρδιές γυμνές
κι η αγάπη που ανήκει και στις Σεμνές
καθώς και στον άνθρωπο και στην πέτρα και στο νερό και στο χορτάρι
και στο ζώο που κοιτάει κατάματα το θάνατο που έρχεται να το πάρει.
Έτσι προχώρησα στο σκοτειν? μονοπάτι
κι έστριψα στο περβόλι μου κι έσκαψα κι έθαψα το καλάμι
και πάλι ψιθύρισα θα γίνει ανάσταση μίαν αυγή,
πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,
θα ξαναγίνει πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει.
Και μπήκα στο αδειανό μου το σπίτι.
________________________________________
Ψυχαμοιβός
Τετράδιο Γυμνασμάτων
Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937) Βig Image
(Αθήνα, Μάρτης 1940. 356 αντίτυπα αριθμημένα. Τυπογραφείο Στεφ. Ν. Ταρουσόπουλου. Δημοσιεύτηκαν προηγουμένως σε περιοδικά).
* ΔΟΣΜΕΝΑ
***** Γράμμα του Μαθιού Πασχάλη
***** ΠΑΝΤΟΥΜ Α Τίτλος Μία νύχτα στην ακρογιαλιά (Α δημοσίευση 1932)
***** Λεωφόρος Συγγρού (Α δημοσίευση 1930)
***** Πάνω σε έναν ξερ? στίχο (Α δημοσίευση 1932)
***** Δεκαέξι Χάι-Κάι
***** ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΩΜΑ
***** ΦΥΓΗ
***** Περιγραφή
***** ΣΙΡΟΚΟ 7 ΛΕΒΑΝΤΕ
***** ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ.
***** Ο γέρος
* ? κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ
ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. ΣΤΡΑΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ
***** Hampstead
***** Ψυχολογία
***** Όλα περνούν
***** Οι φωτι?ς του Άη Γιάννη
***** ΝΙΖΙΝΣΚΥ
* Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
( Α δημοσίευση 1937)
***** 1
***** Παιδί
***** Έφηβος
***** Παληκάρι
***** Άντρας
* ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ
***** Δευτέρα
***** Πέμπτη
***** Παρασκευή
***** Σάββατο
***** Κυριακ?
* ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
***** (Α δημοσίευση 1937)
***** Ένας λόγος για το καλοκαίρι
***** ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937
***** Raven
***** Άνθη της πέτρας
***** Το ζεστό νερό
***** Επιτύμβιο
***** Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές
***** Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
***** Πάψε πια να γυρεύεις
________________________________________
Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη
Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτ? τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά
μα οι δυο καμινάδες που με άρεσαν στην ξενιτιά πίσω από τα κέδρα, γυρίζουν πάλι σα βλέπω τα
δυο κυπαρίσσια πάνω από τη γνώριμή σου την εκκλησία
που έχει τους κολασμένους ζωγραφιστούς να τυραννιούνται μες στη φωτιά και στην αθάλη.
Βερίνα μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο
τους κεφάλι
και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες απ? την ξεραίλα κι από την πείνα
σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχ? για να φορέσουν ένα μονογυάλι
σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.
________________________________________
Παντούμ
Τα αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτι?ς τα καράβια
ψυχή μου λυτρώσου από τον κρίκο του σκότους
πικρή, φλογισμένη που δέεσαι με ευλάβεια.
Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή, φλογισμένη που δέεσαι με ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.
Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει
και τι θα σου μείνει και τι θα σε αφήσει.
Στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ακούγουνται μόνο του χρόνου τα σείστρα
και τι θα σου μείνει και τι θα σε αφήσει
αν τύχει κι αστράψει βουβή πολεμίστρα.
Ακούγονται μόνο του χρόνου τα σείστρα
μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
αν τύχει κι αστράψει η βουβή πολεμίστρα
ούτε όνειρο θα βρεις να δώσει ένα δάκρυ.
Μετάλλινη στήλη στου πόνου την άκρη
ψηλώνει η στιγμ? σα μετέωρο λεπίδι
ούτε όνειρο θα βρεις να δώσει ένα δάκρυ
στο πλήθος σου το άϋλο που σφίγγει σα φίδι.
Ψηλώνει η στιγμή σα μετέωρο λεπίδι
σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
στο πλήθος σου το άϋλο που σφίγγει σαν φίδι
δεν είναι ο ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη.
Σαν τι να προσμένει να πέσει η γαλήνη;
Σε ανθρώπους κλειστούς που μετρούν τον καημό τους
δεν είναι ουρανός μηδέ αγγέλου ευφροσύνη
τα αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους.
________________________________________
Σιρόκο 7 Λεβάντε
Στον Δ. Ι. Αντωνίου
Πράγματα που αλλάξαν τη μορφή μας
βαθύτερα από τη σκέψη και περισσότερο
δικά μας όπως το αίμα και περισσότερο
βυθίσανε στην κάψα του μεσημεριού
πίσω απ? τα κατάρτια
Μέσα στις αλυσίδες και στις προσταγ?ς
κανείς δε θυμάται
Οι άλλες μέρες οι άλλες νύχτες
σώματα, πόνος και ηδονή
η πίκρα της ανθρώπινης γύμνιας κομματιασμένη
πιο χαμηλή κι από τις πιπεριές σε σκονισμένους δρόμους
και τόσες γοητείες και τόσα σύμβολα
στο τελευταίο κλωνάρι
στον ίσκιο του μεγάλου καραβιού
ίσκιος η μνήμη.
Τα χέρια που μας άγγιξαν δε μας ανήκουν, μόνο
βαθύτερα, όταν σκοτεινιάζουν τα τριαντάφυλλα
ένας ρυθμ?ς στον ίσκιο του βουνού, τριζόνια
νοτίζει τη σιωπή μας μες στη νύχτα
γυρεύοντας τον ύπνο του πελάγου
γλιστρώντας προς τον ύπνο του πελάγου.
Στον ίσκιο του μεγάλου καραβιο?
την ώρα που σφύριξε ο εργάτης
άφησα τη στοργ? στους αργυραμοιβούς.
Πήλιο, 19 Αυγούστου 1935
________________________________________
Με τον τρόπο του Γ. Σ.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα με ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ως που να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαίτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας ?λένης το? Μενελάου»
χάθηκαν μόνο την αυγ? που λάλησε η Κασσάντρα
με έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν ο? βαρκαρόλες.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται απ? Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είναι ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττικ?
και δε βρίσκεται πουθενά
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σε ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γέρο φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά του ουρανού.
Στο μεταξ? η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας εργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στα άσπρα και στα χρυσά.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνο? γρανίτες...
το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.
Α/Π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936
________________________________________
Νιζίνσκι
Παρουσιάστηκε καθ?ς κοίταζα στο τζάκι μου τα αναμμένα κάρβουνα.
Κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο κουτί κόκκινα σπίρτα. Μου το έδειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αυγό. Τράβηξε ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά στο κουτί, χάθηκε πίσω από μία πελώρια φλόγα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μου.
Θυμάμαι το βυσσυνί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια. Ένα οργανέτο στο δρόμα χτυπούσε ολοένα την ίδια νότα. Δεν ξέρω να πω τι φορούσε. Με έκανε να συλλογιέμαι επίμονα ένα πορφυρ? κυπαρίσσι. Σιγά σιγά τα χέρια του άρχισαν να ξεχωρίζουν από το τεντωμένο του κορμί σε σταυρό. Από που μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θα έλεγες πως τα είχε κρυμμένα κάτω απ? τις φτερούγες του.
Πετούσαν αδέξια, παλαβά, με ορμή -χτυπούσαν πάνω στους τοίχους της στενής κάμαρας, πάνω στα τζάμια, και στρώνανε το πάτωμα σα χτυπημένα. Ένιωθα στα πόδια ένα ζεστ? στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει.
Τον κοίταζα με μία παράξενη θέρμη που κυρίευε το κορμί μου σαν κυκλοφορία. Όταν τέλειωσε να υψώνει τα χέρια, όταν οι παλάμες του άγγιξαν η μια την άλλη, έκανε ένα ξαφνικ? πήδημα, σα να είχε σπάσει το ελατήριο του ρολογιού μπροστά μου. Χτύπησε στο ταβάνι που ήχησε μονοκόμματα με έναν ήχο κυμβάλου, τέντωσε το δεξί του χέρι, έπιασε το σύρμα της λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, αφέθηκε, κι άρχισε να γράφει μέσα στο σκοτεινό φως, με το κορμί του τον αριθμό 8.
Το θέαμα αυτό με ζάλισε και σκέπασα με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό μου. Έσφιγγα το σκοτάδι πάνω στα βλέφαρά μου, ακούγοντας το οργανέτο που εξακολουθούσε ακόμη στην ίδια νότα κι έπειτα σταμάτησε απότομα. Ένας ξαφνικός αέρας με χτύπησε, παγωμένος. Ένιωσα τα πόδια μου ξυλιασμένα. Άκουσα ακόμη ένα χαμηλό και βελουδένιο ήχο φλογέρας, κι αμέσως έπειτα, ένα στρωτό και παχ? πλατάγισμα. Άνοιξα τα μάτια. Τον είδα πάλι να πατά με τα νύχια σε μια κρουσταλλλένια σφαίρα, στη μέση της κάμαρας, κρατώντας στο στόμα ένα αλλόκοτο πράσινο σουραύλι, που το κυβερνούσαν τα δάχτυλά του, σα να είταν εφτά χιλιάδες. Τα πουλιά τώρα ξαναζωντάνευαν με μία εξωφρενική τάξη, υψωνόντουσαν, σμίγανε, σχηματίζανε μία χοντρ? συνοδεία που θα μπορούσες να την αγκαλιάσεις, και βγαίναν προς την νύχτα, από το παράθυρο που δεν ξέρω πως, βρέθηκε ανοιχτό.
Όταν δεν απόμεινε πια ούτε μισή φτερούγα, εκτός από μία πνιγερή μυρωδιά κυνηγιού, αποφάσισα να τον κοιτάξω κατά πρόσωπο. Πρόσωπο δεν υπήρχε- πάνω από το πορφυρό κορμί, θα έλεγες ακέφαλο, καμάρωνε μία μαλαματένια προσωπίδα, από εκείνες που βρέθηκαν στους μηκυναϊκούς τάφους, με ένα μυτερ? γένι που άγγιζε την τραχηλιά. Προσπάθησα να σηκωθώ. Δεν είχα κάνει την πρώτη κίνηση, κι ένας κατακλυσμιαίος ήχος, σαν να είχαν σωριαστεί μία στίβα τάσια σε νεκρώσιμο εμβατήριο με κάρφωσε στη θέση μου.
Είταν η προσωπίδα. Το πρόσωπό του φανερώθηκε πάλι, όπως το είδα στην αρχή, τα μάτια, το χαμόγελο και κάτι που τώρα παρατηρούσα για πρώτη φορά: το λευκό δέρμα τεντωμένο απ? δυο κατάμαυρα τσουλούφια που το δάγκωναν μπροστά στο αυτί. Δοκίμασε να πηδήξει, μα δεν είχε πια την ευκινησία του την πρώτη. Θαρρώ μάλιστα πως σκόνταψε σε ένα βιβλίο πεσμένο κατά τύχη και γονάτισε με το ένα γόνατο. Μπορούσα τώρα να τον κοιτάξω με προσοχή. Έβλεπα τους πόρους στο δέρμα του να βγάζουν ψιλ?ς στάλες ιδρώτα. Κάτι σα λαχάνιασμα με βάραινε. Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί τα μάτια του μου είχαν φανεί τόσο περίεργα. Τα έκλεισε. Έκανε να σηκωθεί, μα θα είταν τρομερά δύσκολο, γιατί φαινόταν να αγωνίζεται να μαζέψει όλη του τη δύναμη, χωρίς να μπορεί να καταφέρει τίποτε. Απεναντίας γονάτισε και με το άλλο γόνατο. Έβλεπα το άσπρο δέρμα τρομερά χλομό, προς ένα κίτρινο φιλντισί, και τα μαύρα μαλλιά σα πεθαμένα. Μολονότι βρισκόμουνα μπροστά σε μιαν αγωνία, είχα το συναίσθημα πως είμουν καλύτερα, πως είχα κάτι νικήσει. Δεν πρόφταξα να ανασάνω και τον είδα, ολότελα πεσμένω χάμω, να βυθίζεται μέσα σε μια πράσινη παγόδα που είναι ζωγραφισμένη στο χαλί μου.
________________________________________
Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο
1
Μα τι έχει αυτός ο άνθρωπος;
Όλο το απόγευμα (χτες προχτές και σήμερα) κάθεται
με τα μάτια καρφωμένα σε μία φλόγα
σκόνταψε πάνω μου το βράδι καθώς κατέβαινε τη σκάλα μου είπε:
«Το κορμί πεθαίνει το νερό θολώνει η ψυχή διστάζει
κι ο αγέρας ξεχνάει όλο ξεχνάει
μα η φλόγα δεν αλλάζει».
Μου είπε ακόμη:
«Ξέρετε αγαπώ μία γυναίκα που έφυγε ίσως στον κάτω κόσμο
δεν είναι για αυτό που φαίνομαι τόσο ερημωμένος
προσπαθώ να κρατηθώ από μία φλόγα γιατί δεν αλλάζει».
Ύστερα μου διηγήθηκε την ιστορία του.
________________________________________
Επιφάνια, 1937
Το ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τα ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά, τα άστρα του Κύκνου κι εκείνο το άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους, βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου, στο αριστερό σου χέρι μία γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά, μελανιασμένες λαγκαδιές, ο χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρ?ς κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογισθώ, ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φων? της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω από τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σε αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τ σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μία αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
________________________________________
Παρασκευή
Από τότες πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμειναν μονάχα τα μαλλιά, τα μάτια, το στήθος και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι ανάμεσά τους κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι, σα γαλάζιο αίμα.
________________________________________
Το Σώμα
Τούτο το σώμα που έλπιζε σαν το κλωνί να ανθίσει
και να καρπίσει και στην παγωνιά να γίνει αυλός
η φαντασία το βύθισε σε ένα βουερό μελίσσι
για να περνά και να το βασανίζει ο μουσικός καιρός.
________________________________________
________________________________________
Σαντορίνη Α
Η Θήρα γεωλογικώς συνίσταται εξ ελαφρόπετρας και πορσελάνης
εν τω κόλπω δε αυτής...
εφάνησαν και κατεβυθίσθησαν νήσοι.
Υπήρξε κέντρον αρχαιοτάτης θρησκείας
ένθα ετελούντο λυρικοί χοροί αυστηρού και βαρέος ρυθμού
καλούμενοι γυμνοπαιδιαί.
(οδηγός της Ελλάδος)
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή βυθισμένη
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα το όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει
Βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τα αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, τον ύπνο μας
Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας.
Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριαμένη αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν
δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη
στον τόπο που σκορπίστηκε δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.
Βωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.
Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη μέσα σε τρύπιες ψυχές
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου
ακούγοντας μία κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή, το δίκιο σου
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε από τον άπιστο καιρό και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.
________________________________________
Ελένη
ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ες γην εναλίαν Κύπρον, ου με εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ?, αλλά είδωλον ην
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τι φης;
Νεφέλης αρ? άλλως είχομεν πόνους πέρι;
«Τα αηδόνια δε σε αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. Δε θα τολμούσα να πω φιλήματα,
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τα αηδόνια δα σε αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
Η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μίαν άλλη Σαλαμίνα
με έφερε εδώ σε αυτ? το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε από το πέλαγο σαν Αφροδίτη,
σκέπασε την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τα αλλάζει.
Που είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μία τέτοια νύχτα στα ακροθαλλάσι του Πρωτέα
σε άκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους - ποιός θα το λέγε; - η Ελένη!
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός με αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν τόχει μες στη μοίρα του να ακούσει
μαντατοφόρους που έρχονται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μίαν Ελένη.
________________________________________
Επ? Ασπαλάθων...
Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23. 9. 71) τρείς μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μία περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ε. ) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μία πόλη, είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερό του αδερφό του. Για αυτό και η τιμωρία του, καθώς και των άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμαζόταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. «Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρισκόταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στα ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616).
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού.
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμερα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας που αντηχούν
ακόμη...
Γαλήνη
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού
τα αυλάκια.
Το όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από κείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος
31 του Μάρτη 1971
________________________________________
Ο Στρατής ο θαλλασινός ανάμεσα στους αγάπανθους
Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους-
πως να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών-
για αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν
παρά δήμων ονείρων, παρά δήμων ονείρων.
Άν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω
κι ά φωνάξω-
Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή
σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.
Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί-
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος
οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους
και το φλασκί των ανέμων αδειάζει.
Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει-
ξυπνώ
σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στα χάσματα της αστραπής,
κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τα ανθρώπινα σώματα,
κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαίτες της μοίρας
στην αξεδίψαστη γης
συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,
Θα έλεγες είναι φορτωμένοι σε ένα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια,
οι αγάπανθοι τα ασφοδίλια των νέγρων:
Πως να τη μάθω ετούτη τη Θρησκεία;
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα
που την κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς το αλάτι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι-
εκείνο το σπίτι περιμένει
με ένα γαλάζιο καπνό
με ένα σκυλί γερασμένο
περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
Μα πρέπει να με αρμηνέψουν οι πεθαμένοι-
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της Θάλασσας ή το νερό μες στό ποτήρι.
Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης-
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;
-«Βοηθήστε μας!»-
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
Τράνσβααλ, 14 Γενάρη ?42
________________________________________
Σαλαμίνα της Κύπρος
... Σαλαμίνα τε
τας νυν ματρόπολις των δε
αιτία στεναγμών.
ΠΕΡΣΑΙ
Κάποτε ο ήλιος του μεσημεριού, κάποτε φούχτες η ψιλή
βροχή
και τα ακρογιάλι γεμάτο Θρύψαλα παλιά πιθάρια.
Ασήμαντες οι κολόνες- μονάχα ο Άγιος Επιφάνιος
δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τη δύναμη της πολύχρυσης
αυτοκρατορίας.
Τα νέα κορμιά περάσαν από εδώ, τα ερωτεμένα-
παλμοί στους κόλπους, ρόδινα κοχύλια και τα σφυρά
τρέχοντας άφοβα πάνω στο νερό
κι αγκάλες ανοιχτές για το ζευγάρωμα του πόθου.
Κύριος επ? υδάτων πολλών,
πάνω σε αυτό το πέρασμα.
Τότες άκουσα βήματα στα χαλίκια.
Δεν είδα πρόσωπα- σα γύρισα είχαν φύγει.
Όμως βαριά η φωνή σαν το περπάτημα καματερού,
έμεινε εκεί στις φλέβες του ουρανού στο κύλισμά της
θάλασσας
μέσα στα βότσαλα πάλι και πάλι:
«Η γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν- μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.
Δεν αργεί να καρπίσει τα αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νήσος τις εστι... «.
Φίλοι του άλλου πολέμου,
σε αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά
σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα -
Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που
έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη-
εκείνοι που είδαν την αυγή μες από την πάχνη
του Θανάτου
ή, μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τα άστρα,
νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα
τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής-
κι ακόμη εκείνοι που προσεύχουνταν
όταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια:
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικό-
την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης-
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε... ».
-Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα
χαλίκια-
δε φελά να μιλάμε-
τη γνώμη των δυνατών ποιός θα μπορέσει να τη γυρίσει;
ποιός θα μπορέσει να ακουστεί;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά
των άλλων.
-Ναί- όμως ο μαντατοφόρος τρέχει
κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει
σε αυτούς που γύρευαν να αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.
Φωνή Κυρίου επί των υδάτων.
Νήσος τις εστι.
Σαλαμίνα, Κύπρoς, Νοέμβρης ?53
________________________________________
Ο Βασιλιάς της Ασίνης
Ασίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου
παγονιού
Μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στο άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τα αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
τώρα
άγνωστος λησμονημένος από όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μία λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στό σκαμμένο χώμα-
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε... Ασίνην τε...»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σε άφαντο λιμάνι-
κάτω από την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-
στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανά-
ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
κρας παντοτιν?ς.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαίτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε...». Να όταν αυτή ο βασιλιάς της
Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-
πόλη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την υφή του πάνω
στις πέτρες.
Ασίνη, καλοκαίρι ?38 - Αθήνα, Γεν. ?40
________________________________________
Τελευταίος Σταθμός
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που με αρέσαν.
Το αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη-
νησιά, χρώμα Θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μία νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι-
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη Θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
να αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι να ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε από την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που έσβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε από την άμμο της έρημος από τις Θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σε αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα έλεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους-
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο-
χείλια κα? δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν-
σαν έρθει ο Θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ? άλλο χωράφι-
σαν έρθει ο Θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στα αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τα αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τ? σκέψη το? πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
να ακούει τα τουμπελέκια κάτω από το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που του καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες κα? νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν-
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας
λεύγες και λεύγες-
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τα ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει-
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε με ανοιχτές πληγές από το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας- «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που με αρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ?44
________________________________________
Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Στον Νάνη Παναγιωτόπουλο
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε.
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να
κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώ-
νουνε τα τειχιά.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παι-
διά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης τών συντρόφων από τον
αντίπερα γιαλό-
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρό-
χειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλι-
καριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι-
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω
καθώς
το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις
κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε Θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δω-
ρητής και δικαστής και δέλτα-
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι πα-
λαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και
το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά, βουλιάζει
καί την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η
ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο
για να πονούμε
για αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το με-
γάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε
χόρτα
και ζωντανά πού βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που
σπέρνουν και που θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των
νεκρών.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή
έστω και για τα μεγάλα-
όταν κοιτάζουν ίσια- πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συν-
ήθισε να αναμετρά το δρόμο του με τα άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό
περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι να αλλά-
ζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει-
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πό-
θου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι
ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε
σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο
λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.
Κάϊρο, 20 Ιουνίου ?42
________________________________________
Επί σκηνής Δ
Η θάλασσα- πως έγινε έτσι η θάλασσα;
Άργησα χρόνια στα βουνά-
με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες.
Τώρα σε τούτο τα ακρογιάλι περιμένω
να αράξει ένας άνθρωπος
ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.
Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;
Ένα δελφίνι την έσκισε μία φορά
κι ακόμη μια φορά
η άκρη του φτερού ενός γλάρου.
Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα
όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα
κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι
καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος:
«Εγώ είμαι ο τόπος σου
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».
________________________________________
Η απόφαση της λησμονιάς
Ποιός θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;...
Γ. Σ.
Στάσου διαβάτη μπροστά στην ήσυχη λίμνη-
η σγουρή θάλασσα και τα βασανισμένα καράβια
οι δρόμοι που τυλίγαν βουνά και γεννούσαν άστρα
όλα τελειώνουν εδώ στην πλατιά επιφάνεια.
Τώρα μπορείς να κοιτάξεις με γαλήνη τους κύκνους
δες τους, είναι κατάσπροι σαν τον ύπνο της νύχτας
χωρίς να αγγίξουν πουθενά γλιστρούν σε ένα λιγνό λεπίδι
που τους υψώνει ελάχιστα πάνω απο τα νερά.
Σου μοιάζουν ξένε, τα ήσυχα φτερά και τα καταλαβαίνεις
ενώ σε κοιτάζουν μαρμαρωμένα τα μάτια των λιονταριών
και το φύλλο του δέντρου μένει άγραφο στα επουράνια
και το κοντύλι τρύπησε τον τοίχο της φυλακής.
Κι όμως δεν ήταν άλλα τα πουλιά που σφάξαν τις χωρια-
τοπούλες
το αίμα κοκκίνιζε το γάλα πάνω στις πλάκες του δρόμου
και τα άλογά τους αθόρυβα σαν το λιωμένο μολύβι
ρίχναν αδιάβαστα σχήματα μέσα στις γούρνες.
Κι έσφιγγε η νύχτα ολοένα τον κυρτό λαιμό τους
που δεν τραγουδούσε γιατί δεν ήταν τρόπος να πεθάνει
αλλά χτυπούσε θερίζοντας τα κόκαλα των ανθρώπων
τυφλά. Και δρόσιζαν τα φτερά τους τη φρίκη.
Κι αυτά που γίνονταν είχαν την ίδια γαλήνη με τούτα που
βλέπεις
είχαν την ίδια γαλήνη γιατί δεν περίσσευε ψυχή να συλ-
λογιστούμε
εκτός από τη δύναμη να χαράξουμε λίγα σημάδια στις πέτρες
που άγγιξαν τώρα πια το βυθό κάτω από τη μνήμη.
Μαζί τους κι εμείς μακριά πολύ μακριά, στάσου διαβάτη
μπροστά στην ήσυχη λίμνη με τους άσπιλους κύκνους
που ταξιδεύουν σαν άσπρα κουρέλια μέσα στο νου σου
και σε ξυπνάνε σε πράγματα που έζησες και που δε
θυμάσαι.
Μήτε θυμάσαι διαβάζοντας τα ψηφιά μας πάνω στις πέτρες-
ωστόσο μένεις εκστατικός μαζί με τα αρνιά σου
που μεγαλώνουν το σώμα σου με το μαλλί τους
τώρα που νιώθεις στις φλέβες σου μια βοή θυσίας.
________________________________________
Η τελευταία μέρα
Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: «Δεν είναι γρέγος είναι
σιρόκος» είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» η μόνη απόφαση που
ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πώς την άλλη αυγή δε θα μας έμενε
τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πώς ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.
«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η
φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την
άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή
θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πως θα
πεθάνουμε;»
Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πως πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το
συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά
χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι πού γίνεται- πως πεθαίνει
ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θά-
νατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κα-
νείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε- όλα παραδομένα-
μήτε τα χέρια μας-
κι οι γυναίκες μας ξενοδουλεύοντας στα κεφαλόβρυσα και
τα παιδιά μας
στα λατομεία.
Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου
ένα τραγούδι σακατεμένο:
«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες...»
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν
ορφανούς.
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας να ανάψουμε το φως».
Αθήνα, Φεβ. ?39
________________________________________
Μιλούσες για πράγματα
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα έβλεπαν κι αυτοί γελούσαν
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
Πάνω νερά
Να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
Στα τυφλά, πεισματάρης
Και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
Σαν το πολύροζο λιόδεντρο
Άφησε κι ας γελούν
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
Στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
Στο ορφανισμένο του ο πάρο
Αφησέ τους
Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
Υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
________________________________________
Ερωτικός Λόγος
(από την έκδοση «Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα», Ίκαρος, 1989)
Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
Α?
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα πού δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τα αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σε αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.
Β?
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στα ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε να ακούσεις το αλαφρό
ξεκίνημά της... το άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να σουν εσύ που θα φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες να ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες του ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού...
Η νύχτα να ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτλό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
Γ
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σε ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, το όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τα αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τα αστέρια.
Την ακοή μου ως να σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μία παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου...»
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα του ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού το αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
... Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πως πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πως η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
Δ?
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στή νύχτα των δεντρών,
για μίαν αγάπη μυστική σε ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.
Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.
Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιός ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μία ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
Ε?
Που πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να είναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή πού νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είναι όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τα ανοιχτά
τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.
Αθήνα, Οχτώβρης ?29 - Δεκέμβρης ?30
________________________________________
Νεόφυτος ο Έγκλειστος Μιλά
... τω δε βασιλεί Ισσακίω κατακλείει εν καστελλίω καλουμένω Μαρκάππω. Κατ? δε του ομοίου αυτώ Σαλαχαντίνου ανύσας μηδ?ν ο αλιτήριος, ήνυσε τούτο και μόνον, διαπράσας την χώραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρών διακοσίων. Δι? και πολ?ς ο ολολυγμός, και αφόρητος ο καπνός, ως προείρηται, ο ελθών εκ του βορρά...
NEOΦYTOY EΓKΛEIΣTOY
ΠEPI TΩN KATA THN XΩPAN KYΠPON ΣKAIΩN
Υπέρογκες αρχιτεκτονικές, Λαρίων φαμαγκούστα Μπουφαβέντο, σχεδόν σκηνικά.
Ήμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς το «Ιησούς Χριστός Νικά»
που είδαμε κάποτε στα τείχη της Βασιλεύουσας, τα φαγωμένα από γυφτοτσάντιρα και στεγνά χορτάρια,
με τούς μεγάλους πύργους κατάχαμα σαν ενός δυνατού που έχασε, τα ριγμένα ζάρια.
Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού,
που είχε στα μάτια ψηφιδωτόν τον καημό της Ρωμιοσύνης, εκείνου του πελάγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.
Ας παίζουν τώρα μελοδράματα στα σκηνικά των σταυροφόρων Λουζινιά
κι ας φλομώνουμε με τον καπνό που μας κουβάλησαν από το βοριά.
Ασ? τους να τρώγουνται και να ανεμοδέρνουνται ωσάν το κάτεργο που δένει μούδες,
Καλώς μας ήρθατε στην Κύπρο, αρχόντοι. Τράγοι και μαϊμούδες!
Εγκλείστρα, 21 Νοεμ. ?53
________________________________________
Θεατρίνοι, Μ. Α.
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά.
Και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες α?σθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγες
ριγμένα ανάκατα μαζι με εμάς
(πες μου που πάμε; πες μου που πας;)
Πάνω από το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα
γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν!)
Και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες
και την καρδιά μας ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.
________________________________________
Πάνω σε έναν ξένο στίχο
Γιώργος Σεφέρης, «Πάνω σε έναν ξένο στίχο», Ποιήματα, Αθήνα, Έκδ. Ίκαρος, 1985, σσ. 87-89
Στην Έλλη, Χριστούγεννα 1931
Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρμα-
τωσι μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,
σαν τις φλέβες οπου βουίζει το αίμα.
Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη
μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος
κανείς.
Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη,
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω
το μακρινό βούισμά της, σαν τον αφρό τ?ς θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.
Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάν-
τασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του
κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του και το σκυλί
του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στα ασπρισμένα
του γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν
πριν τρείς χιλιάδες χρόνια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το
δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι από την
κάψα κι από τα χιόνια.
Θα έλεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα
που βλέπει με ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις α-
κούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη από ανά-
μεσό μας,
τόσο περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να στοχα-
στούμε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πά-
λεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και το σώμα.
Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας, εκείνος που είπε να γίνει το
ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να με αρμηνέψει πως να φτιάξω
κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου
Τροία.
Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,
λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα
δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο
αγέρας,
μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του
Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια,
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την
αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.
Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καρα-
βιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή
σου να γίνεται τιμόνι.
Και να είσαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρ-
νητος σαν το άχερο στο αλώνι.
Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-
έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθα-
μένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.
Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμά-
σουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γορ-
γόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στην καρδιά του χειμώνα.
________________________________________
Λίγο ακόμα
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τις αμυγδαλι?ς να ανθίζουν.
Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν,
να λάμπουν στον ήλιο
κι η θάλασσα να κυματίζει.
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε
λίγο ψηλότερα.
________________________________________
Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα
«Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.
________________________________________
Κι αν ο αγέρας φυσά
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω από τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά.
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω από τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά.
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν.
Κι αν ο αγέρας φυσά, δα μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω από τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά.
________________________________________
Τά χέρια
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σε ένα μεγάλον ίσκιο
το χρώμα της αυγής το αισθάνομαι στα δάχτυλά σου.
Ξέχασε το ψέμα που σε βοήθησε να ζήσεις
γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου,
μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε
αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι πάντα σε ένα μονοπάτι,
τα αυλάκια χαλασμένα δεξιά κι αριστερά, στην άκρη
το σπίτι με γυαλιά που το χτυπάει ο ήλιος, άδειο.
Σκέφτηκα τα δάχτυλά σου να χτυπούν τα τζάμια
σκέφτηκα την καρδιά σου να χτυπά πίσω από τα τζάμια
και πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν έναν άνθρωπο
που δεν τα ξεπερνά.
Δεν ξέρεις τίποτα γιατί κοίταξες τον ήλιο.
Το αίμα σου στάλαξε στα μαύρα φύλλα της δάφνης
το αηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στο φεγγάρι
και στο ποτάμι το έσυρα κι έβαψε το ποτάμι.
Συλλογίζομαι, όταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τις φλέβες μου και το μυστήριο των χεριών σου που οδηγούν
κατεβαίνοντας προσεχτικά σκαλοπάτι το σκαλοπάτι.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σε έναν μεγάλο κήπο
________________________________________
Το σπίτι κοντά στη θάλασσα
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε είναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι
είταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για το αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
με εκείνους που έμειναν με εκείνους που έφυγαν
με άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
με ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να ερθεί, πως τον στολίζουν
με άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να ερθεί να με αποχαιρετήσει
ή μία γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω από τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
________________________________________
Μποτίλια στο πέλαγο
Τρείς βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρείς βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη.
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μίαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.