ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
II
Παιχνίδια τα νερά
Στα σκιερά περάσματα
Λένε με τα φιλιά τους την αυγή
Που αρχίζει
Ορίζοντας -
Και τ' αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή
Της μέρας
Ήλιος -
Δίνει ο μαΐστρος το πανί
Στη θάλασσα
Τα χάδια των μαλλιών
Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του
Δροσιά-
Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ' αγνάντεμα
Ζωή -
III
Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο ? Έρωτας
Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
Δίνει στον ορίζοντα
Κύματα φεύγουν έρχονται
Αφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών
Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά
Έρωτας την υπόσχεση του μουρμουρίζει Φλοίσβος.
ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
Ι
Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης.
II
Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα
Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.
III
Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει
Όλα τα μέτωπα γυμνά
Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.
II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του εκεί.
III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.
V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.
VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
ΩΡΙΩΝ
α'
Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.
β'
Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ' άλλα νοήματα μας οδηγεί
Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;
γ΄
Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!
δ'
Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία
Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται
Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
?ϋλο περίβλημα.
ε΄
Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας
Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας
Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη
Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
Ξαναγεννάει αισθήματα.
ς'
Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη
Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!
ζ'
Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι
Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.
ΕΠΕΤΕΙΟΣ
...even the wearist river
winds somewhere safe to sea!
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά κει πού σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
?σπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιό μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν' ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ' την αγάπη.
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
- Όποιος είδε δυο μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα-
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ' τα νησιά
Πιο χαμηλά απ' το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
- Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά -
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Πού γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
α΄
Με δάδες που ξενύχτησαν μες στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχηστρίδων
Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες
Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε βρίσκουν πρωί
Μα όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο
Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον
εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
Οι ώρες έρχονται πού αγάπησαν τις ώρες μας
Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες
έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!
β'
Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ' εδώ φύγετε απ' την ευθυμία του καταρράκτη
Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων
Ουράνια τόξα πλεύσετε μες στους κρυστάλλους και τους ουρανούς
που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας
Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ' την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας
Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως
Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι
Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν προσηλώνονται
Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών
Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.
γ΄
Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμοσφαίρας
Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και άνεμο
Μάγουλα των νυμφών νιφτείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την.
Κατά δω θα πνεύσει μια αιωνιότητα!
Σ' όλες τις κρήνες σ' όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναενώνεται
Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μέσ' από τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει
Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των ασπίλων χεριών
Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα...
Ω! σαν μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος κι υψωθεί απ' τον τέτοιον ύμνο
το ενθουσιασμένο παρανάλωμα
Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας!
δ'
Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη
των κυνηγητών τους μες στο ξάγναντο
Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μες στις λατάνιες φεγγερών στοών
Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου
Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια
0Σαν μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοώντας μια καινούρια αλήθεια
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Μ' ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ' το σφρίγος τους
Χαράζοντας μια λεία καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας...
Κι είν' όλος τους ο αιθέρας ποίημα πού πλαταίνει κι ανοίγεται
Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους
ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα
Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες...
ε΄
Πυρρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σαν στροβιλίζονται μέσα στ' αλώνια
Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονομαχία του ήλιου
Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών
Εκρήξεις - όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες
Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια
Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας...
Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας- στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!
Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμμουδιά που ελπίζει πάντα
Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλάδες της νοτιάς
Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε πανδαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών
Πιστέψαμε τα Βήματα μας - ζήσαμε τα Βήματα μας- είπαμε τα Βήματα μας άξια!
ς'
Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου τους
Σύγκορμα τρέμουν τ' απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα
Είναι το φως που ενστερνισθήκανε και τ' ανυψώνει ως τις καρδιές μιας ύπαρξης που αλλάζει
Όλους τους δρόμους των ζέφυρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αισθήματα
Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας καθαρής ζωής
Κι είν' η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει την άνοιξη
?πλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ' άστρα που αγναντεύουν!
Α τα γυμνά κορμιά στ' αετώματα του χρόνου χαραγμένα - οι κύκλοι των ωρών
Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης!
η΄
Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου
Με χρυσές μπρατσέρες θά 'βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ' απ' τ' ακρωτήριο της καλής ανταύγειας
Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς
Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ' αλαφριά κορμιά της καλοσύνης
Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανοπορίας
Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν' ακούσ' η Γη κι ανοίξει όλα τα πέταλα των μυστηρίων της
Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας
προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση
Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ' άλλο μούχρωμα - σ' άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν
Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!
ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ
Les temps est si clair que
je tremble qu'il ne finisse...
ANDRE BRETON
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
α΄
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τί θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τί θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας τ' άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους
Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα κι έγινε άνεμος
Δυνατός- η αθανασία φαίνεται ήρθε.
β'
Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονται
Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ' αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς πού ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Πού ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται
Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ' τη σιωπή.
Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών
Στις άρπαγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!
ε΄
Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί τον γαλάζιο της περιστερεώνα - η χυμώδης πτυχή
Που ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας το ηλιόβγαλμα
Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων
Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν την ηδονή
Δέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται σαν ίσκιοι πού τρέχουνε
Για κάτι ωραίο -σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο δράμα
Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σαν βάρκα που έπλευσε όλο πάθος
Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφές
Μακριά μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους το στεφάνι της
Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν
Μακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες των ναρκίσσων
Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών
Γερμένοι στο 'να τους πλευρό - τ' άλλο τους είναι θαλερός τόπος ευωχιών
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε το ανθρώπινο είδος
Σ' ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως
Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους
Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν - η γη τους είναι απλή και κορυφαία
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σαν φλουριά κομμένα μες στον ήλιο
Μες στα χείλια, μες στα δόντια, ένα ένα τ' αμαρτήματα
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.
ς'
Νυχτερινό υφαντούργημα
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ' αυτιά και διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν' αδράξει το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας
Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει στόμα που ανοίγει
Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγο
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα έτσι
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο αγνάντεμα
Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ' αστέρια
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν
ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί
Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη ορμητήριο αναπάντεχο
Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ' ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών ανθρώπων.
ζ΄
Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας τ' αρχικά της στο σκοτάδι
Απλωμένο σ' άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο
Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ' άλλη ζωή
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του (άστρο εχέμυθο)
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα του θυρεού της λήθης
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού καθάριου.
Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη
Κρεμασμένος απ' τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν στα δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.
ΣΠΟΡΑΔΕΣ
ΕΛΕΝΗ
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια πού είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα πού οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρα σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε -σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα!
ΕΛΙΓΜΟΣ
Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης
Στ' αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα
Τόσο ακατανόητο
Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφει
Έν' άλλο πρόσωπο
Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση
Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της
Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν
?λλοτε απ' την παιδική τους ηλικία
Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής
Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.
Υπάρχει
Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο
Την περιπέτεια της φωτοχυσίας της
Ένας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα
Σαν ύπτια σπλάχνα πού 'ριξεν ή τύχη
Εκεί
Ένας καλός απ' τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος
Κάνει γωνία πριν από το κλάμα
Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου
Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τους
Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά
Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν
Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές
Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες
Έζησαν
Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ' από κάθ' ελπίδα του
Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα
Τούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτεί
Τι θέλουμε
Υπάρχει
Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.
ΕΥΑ
Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή
Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου
Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά
Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων
Ένα βηματισμό σκιάς στην όχθη της Χίμαιρας
Ένα δωμάτιο
Δωμάτιο των απλών ανθρώπων
Ένα μυστικό
Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει
Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της
Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη
Όλος ο κόσμος χώμα και νερό
Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου
Βιάζουν τα χείλη της ημέρας
Κόβουν στα χείλη της ημέρας
Το κεφάλι σου
Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου.
ΑΙΘΡΙΕΣ
Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
Ι
Όνομα δροσερό σαν να μεγάλωσε στο πέλαγος
Ή να 'ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια
Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα
Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη
Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα
Δείχνοντας μες στους χώρους των ματιών
Γήινα θρύμματα ευτυχίας.
II
Ουρανός καθαρόαιμος
Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
Περασμένο απ' τον ύπνο
Στα χλωρά δαφνόφυλλα
Γυμνή κείτεται ή μέρα.
III
Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτια
Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα
Επίπεδο του επάνω ανέμου
Ω ταξίδι ευφρόσυνο
Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα
Και κανείς
Κανείς ίδιος
Στο απαράλλακτο διάστημα.
IV
Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιη
Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα
Πρόσωπα γυμνά
Καμένα στο αίσθημα!
Κι ο κάμπος κυματίζει ο Έρωτας
Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος
Καθαρός ύμνος του βίου.
V
Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα
Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου
Γέλασαν! Και ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές
Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ' απαρνιέται ο χρόνος
Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.
VI
Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών
Φως πάλι φως η ψυχή πού μάχεται
Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου
Όπλο και σφρίγος
Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού
Καθαρού πριν απ' τη δίψα
Στο άπειρο.
VII
Το σταφύλι αυτό πού δίψασε η ψυχή
Γεμισμένη απτόητο άνεμο
Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός
Με γυμνές ώρες
Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
Κυματιστή
Ξεφυλλισμένη
Ελεύθερη
Σαν φως
Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα.
VIII
Μια ιππασία στα σύννεφα
Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο
Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερ' από τη βροχή
Ο ήλιος
Εγώ
Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω
Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη
Ευτυχία
Ναι το εαρινό απόσπασμα
Μου αφήνει την καρδιά
Μου αφήνει τη γοητεία
Να νιώθομαι πάντοτε άλλου ενώ γερνώ εδώ πέρα
Ω! λυγισμένη ευωδιά
Κλωνάρι κρύο παιδί νερού
Αγαθό μονοπάτι.
IX
Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώρας
Ώρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγή
Σαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιρας
Και παίζουν όπως παίζω
Και γλιστρούν
Οι ελπίδες έρχονται.
Χ
Κατάστηθα στο ρεύμα
Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ' άλλο κλίμα
Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε
Δεν είμαι σήμερα όπως χτες
Οι ανεμοδείχτες μ' έμαθαν να νιώθω
Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ' την ανάποδη
Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα
Φεύγοντας απ' την πίσω πόρτα τ'ούρανοϋ
Χωρίς μιλιά στο βλέμμα
Καθώς παιδί που κρύβει ένα γαρίφαλο
Μες στα μαλλιά του.
XI
Χωρίς γυαλί στη δρόσο αυτή που κλαίει
Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη
Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της
Σ' όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα
Αύριο
Γέλιο ανάσκελο
Σ' ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες
Σκόρπια μοναξιά.
XVII
Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη
Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη
Φίλη ξανθή της θάλασσας.
XVIII
Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει
Σφίγγει στο στήθος της τα δέντρα τα παιδιά της
Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά
Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα
Θα 'χει βροχές κι ανέμους για να τ' αναθρέψει
Θα 'χει κοιλάδες για να τ' αναπάψει
Και για να τα πονέσει - μια βαθιά καρδιά.
XIX
Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότης
Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης
Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο
Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ίδρωτα
Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς
Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης
Διάβα μέσ' από τους πορθμούς της θύμησης
Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα
Εκεί πού σβήνει τη μορφή της η έρημος.
XX
Κατασταλαγμένη μουσική
Στους βυθούς των μενεξέδων
Χώμα νοτισμένο από
Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη
Μόλις ακούγεται μακριά
Το καρδιοχτύπι
Κι οι αθώοι του καημοί
Πίδακες χρυσανθέμων.
XXI
Μια τέτοια συντυχία
Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας
Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση
Το κάθε τι προσάναμμα χαράς
Το κάθε τι χέρι του χαίρε
Μεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγή
Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Έξοδος
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.
Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ
Ι
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή και μάζεψε τα μαλλιά της νύχτας
αυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της. Έχει πολλούς ορίζοντες,
πολλές πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα
πενήντα δύο χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με το
χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νησίδιο ύπνου.
Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριαν
άγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα.
Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω,
κι όταν πάω ν' ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγγίτη
στη μέθη, θα με δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου
σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο
Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.
II
Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη
φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά
σχίζαν τις παρθενίες των κόσμων σου. Σ' ένα σεντόνι απλωμένο
έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της
νύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζοντας
την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που πρόσμεναν.
Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στη
γλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου τί γύρευαν; Ποιο έναστρο
αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα
δυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουν
ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.
III
Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας - μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω
στ' αχνάρια του αγνώστου.
Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ' τον ήλιο.
Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός
τρυφερού ταξιδιού μες στην αθανασία.
IV
Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε
λάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη
μορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του
προς τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύμησες.
Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυάκι,
κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωότητες
και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.
V
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι
ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος
ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα
μάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύφων σελίδων μου.
VI
Μέσα στα δέντρα τούτα που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπο σου.
Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμος
που θα μείνει χαραγμένος εκεί.
Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες στους φλοιούς των ελπίδων,
στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας - τα
κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμα τους κι έγιναν οι Υπερηφάνειες.
VII
Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά πάνω
στις λευκές που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτός
που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα - τις χίμαιρες! Η
ώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζομαι
αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το
φως κάτω απ' τα βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι
μελετούνε τ' ανοιχτά τους χέρια.
Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα,
να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο
στερνός τους λόγος άλλος.
Μίλησε μου�αλλά μίλησε μου για δάκρυα.
VIII
Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμένα.
Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώσφορο
στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της
πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυλώνουν
τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωματης αμφιλύκης.
Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος
σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν
έστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε είναι αυτός
ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθιατων μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε...
IX
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείριστη
φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και
τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις
και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα.
Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι' αυτό
κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ,
εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας
μια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο πού βρήκα και μιμήθηκα σε Σένα!
Χ
Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμα
μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα. Μια φορά
μέσα στ' αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται.
Μέσα σ' αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κόσμου. Τα μυστικά του κόσμου.
XI
Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορτάτο
από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δίνει τη ζωή της
στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ
μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας
τα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα
ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα μεσημέρια φλόγες.
Εσύ πού σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φωνήεντα
συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι ηλιοκαμένη
μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους
αιώνες θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε καταμόναχο
μες στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη
ομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θάλασσας,
ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.
XII
Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή της
μέρας. Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέρι
μου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια.
Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα τ' αξιωθεί σιμά
του, ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο
μέγας ήλιος το βλαστάρι!
Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Που
είσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.
XVII
Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά που πεθάνανε κάτω απ' τους πόθους.
Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ' εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο.
Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν!
Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες
κι αθάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή,
πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία και
ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου...
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. ?νοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.
XVIII
Μελαχρινή μαρμαρυγή ? νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ' τη μυθική απλωσιά του κόσμου.
Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι
καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιά-
ζοντας τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο μ' ένα φωταγωγημέ-
νο φύλλωμα, μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αίθριας. Κι εγώ -
σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της
ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημά-
δια που θα σε γεννούσανε. Που είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυ-
χή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο, που είσαι!
XIX
Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλλιώς την παπαρούνα σου.
Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς,
όπου και να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου, το πάθος μου θα βρίσκεται
στον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά
συλλογισμένες φλόγες του.
XX
Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισε
τους όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δέ μένει παρά να 'ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα των
ανέμων και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δέ μένει παρά να' ρθεις
εσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναι
άλλο από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμα σου.
Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.
XXI
Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμάσαι.
Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια
καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία
τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια
λέξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε:
Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.
Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
Βγήκες από τα σωθικά βροντής
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν' αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν' ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου
Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μέσ' από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.
Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.
Ω κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένη
?νοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν' αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία
?στραψε μες στο κήρυγμα του άνεμου
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια
Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
?κουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμα σου.
ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.
Τί γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί - τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματα του ο άνεμος
?γνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη ?
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες ? Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος
Σ' άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια
Τ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.
Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος!
Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!
Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
Κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων
Κι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα
Το μακρινό μαράζι της γυναίκας
Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της
Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές
Κι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!
Με το καΐκι και με τα πανιά της Παναγίας
Έφυγαν κατευόδιο των ανέμων
Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνων
Αλλά η νύχτα πώς εδώ κελάρυσε τον ύπνο
Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούς
Ή στις μεγάλες άσπρες παραλίες
Και πώς με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα
Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά
Η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών
Που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο!
Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα
Καίοντας με ξερό θυμάρι τους άνεμους
Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε
Μ' ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι
Εύκολα σαν να μπαίναν στον Παράδεισο
Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους
Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού
Για να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι...
Ω σημάδια που περνάτε μες στο βάθος
Του νερού που κρατάει έναν καθρέφτη
Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε
Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα
Θα 'βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι
Αλλά ψυχή στη χόβολη των άστρων
Θα 'βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειρο
Έρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού
Χρόνια πετράδια πράσινα
Ω πράσινο πετράδι - ποιος θυελλομάντης είδε
Να σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας
Το φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!
ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ' απ' τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν' από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!
ΒΑΘΟΣ
Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί
την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την
άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει
από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα!
Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει στα
στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να
μπει πεισματικά στη φύση...
Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, τα
πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον
αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσουμε
μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης
στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα
που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που
αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε
άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θά 'πρεπε να σφίξουν στην
αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό,
περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!
ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα
Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου
Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα
Πάνω από τη μετόπη τ' ουρανού
Πες μου από που ξεκίνησε η αιωνιότητα
Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς
Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας
Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος
Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ' τ' ανάχτορα
Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός
Που είναι οι πύλες με τ' αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν
Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών
Όταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβος
Όταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς
Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα
Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές
Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης
Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες
Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος
Οι άνθρωποι προχωρήσανε
Γεμάτοι οδύνη και όνειρο
Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο
Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρρόξανθα ίχνη
Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών
Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου
Τι ξέρεις ν' αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείς
Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς
Μέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιές
Στο τελικό σημείο του βέλους
Σ' αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας
Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο
Θ' ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς
Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης
Θ' αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα
τα χρώματα πάνω στη γη
Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει
ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από
την αγκαλιά του ξυπνητού νερού
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει
και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ
τα συγγενεύει μες στον έρωτά μου
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς
Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας
Ν' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου
?φηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός
σε στόμα αιόλου
?λλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια
Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος
Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις έξοχες της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.
ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο
από χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια
πράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρόμους
όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας.
Γέμισα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της θάλασσας!
Και να τώρα που είμαστε και οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ' τα
χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλωνάρια μας αμάραντα.
Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου στα
ωραία χρόνια που θα 'ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊάδων
στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα
ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος τ' ουρανού. Από κει θ' αρχίσει
κι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χωρίς άλλες
κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες
από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου
του κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύρας
για την ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα που
τον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του
όπως τρέχει ο καταρράχτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά
των παλικαριών της Δικαιοσύνης.
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ω τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!
Ω τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου
Ω τι ωραία που είσαι
Με το καινούριο χώμα πού πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς
Ω τι ωραία που είσαι
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες
Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιά
Ω τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
Στην αρχη το φως και η ωρα η πρωτη
που τα χειλη ακομη στον πηλο
δοκιμαζουν τα πραγματα του κοσμου
Αιμα πρασινο και βολβοι στη γη χρυσοι
Πανωραια στον υπνο της απλωσε και η θαλασσα
γαζες αιθερος τις αλευκαντες
κατω απο τις χαρουπιες και τους μεγαλους ορθιους φοινηκες
Εκει μονος αντικρισα
τον κοσμο
κλαιγοντας γοερα
Η ψυχη μου ζητουσε Σηματωρο και Κηρυκα
Ειδα τοτε θυμαμαι
τις τρεις Μαυρες Γυναικες 2
vα σηκωνουν τα χερια κατα την Ανατολη
Χρυσωμενη τη ραχη τους και το νεφος που αφηναν
λιγο-λιγο σβηνοντας
δεξια Και φυτα σχηματων αλλων
Ηταν ο ηλιος με τον αξονα του μεσα μου
πολυαχτιδος ολος που καλουσε Και
αυτος αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο
Ενιωσα ηρθε κι εσκυψε
πανω απο το λικνο μου
ιδια η μνημη γιναμενη παρον
τη φωνη πηρε των δεντρων, των κυματων:
"Εντολη σου, ειπε, αυτος ο κοσμος
και γραμμενος μες τα σπλαχνα σου ειναι
Διαβασε και προσπαθησε
και πολεμησε" ειπε
"Ο καθεις και τα οπλα του" ειπε
Και τα χερια του απλωσε οπως κανει
νεος δοκιμος Θεος για να πλασει μαζι αλγηδονα3 και ευφροσυνη.
Πρωτα συρθηκαν με δυναμη
και ψηλα πανω απο τα μπεντενια ξεκαρφωθηκαν πεφτοντας
οι Εφτα Μπαλταδες
κατα πως η καταιγιδα
στο σημειο μηδεν οπου ευωδιαζει
απ' αρχης παλι ενα πουλι
καθαρο παλιννοστουσε το αιμα
και τα τερατα επαιρναν την οψη του ανθρωπου
Τοσο ευλογο το Ακατανοητο
Ψστερα και οι ανεμοι ολης της φαμιλιας μου εφτασαν
τ' αγορια με τα φουσκωμενα μαγουλα
και τις πρασινες ουρες ομοια Γοργονες
και οι αλλοι γεροντες γνωριμοι παλαιοι οστρακοδερμοι γενειοφοροι
Και το νεφος εχωρισαν στα δυο Και αυτο παλι στα τεσσερα
και το λιγο που απομεινε φυσηξαν στο Βορρα
Με πλατυ πατησε ποδι στα νερα και αγερωχος ο μεγας Κούλες4
Η γραμμη του οριζοντα ελαμψε
ορατη και πυκνη και αδιαπεραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρωτος υμνος
ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο Αχειροποιητος
με το δαχτυλο εσυρε τις μακρινες
γραμμες
ανεβαινοντας καποτε ψηλα με οξυτητα
και φορες πιο χαμηλα οι καμπυλες απαλες
μια μεσα στην αλλη
στεριες μεγαλες που ενιωσα
να μυριζουνε χωμα οπως η νοηση
Τοσο ηταν αληθεια
που πιστα μ' ακολουθησε το χωμα
εγινε σε μεριες κρυφες πιο κοκκινο
και αλλου με πολλες μικρες πευκοβελονες
Υστερα πιο νωχελικα
οι λοφοι οι κατωφερειες
αλλοτε και το χερι αργο σε αναπαυση
τα λαγκαδια οι καμποι
κι αξαφνα παλι βραχοι αγριοι και γυμνοι
δυνατες πολυ παρορμησεις
Μια στιγμη που εσταθηκε να στοχαστει
κατι δυσκολο ή κατι το υψηλο:
ο Ολυμπος, ο Ταϋγετος
"Κατι που να σου σταθει βοηθος
και αφου πεθανεις" ειπε
Και στις πετρες μεσα τραβηξε κλωστες
κι απ' τα σπλαχνα της γης ανεβασε σχιστολιθο
ενα γυρο σ' ολη την πλαγια τα πλατια στερεωσε σκαλοπατια
Εκει μονος απιθωσε
Κρηνες5 λευκες μαρμαρινες
μυλους ανεμων
τρουλους ροδινους μικρους
και ψηλους διατρητους περιστεριωνες
Αρετη6 με τις τεσσερις ορθες γωνιες
Κι επειδη συλλοστηκεν ωραια που ειναι στην αγκαλια ο ενας του αλλου
γεμισαν ερωτα οι μεγαλες γουρνες
αγαθα σκυψανε τα ζωα μοσκαρια και αγελαδες
σα να μη ητανε στον κοσμο πειρασμος κανενας
και να μη ειχαν γινει ακομη τα μαχαιρια
"Η ειρηνη θελει δυναμη να την αντεξεις" ειπε
και στροφη γυρω του κανοντας μ' ανοιχτες παλαμες εσπειρε
φλομους κροκους καμπανουλες
ολων των ειδων της γης τ' αστερια
τρυπημενα στο ενα φυλλο τους για σημειο καταγωγης
και υπεροχή και δυναμη
ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας!
ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακουσω αγερα ή μουσικη
που κινουσα σε ξαγναντο να βγω
(μιαν απεραντη κοκκινη αμμο ανεβαινα
με τη φτερνα μου σβηνοντας την Ιστορια)
παλευα τα σεντονια Ηταν αυτο που γυρευα
και αθωο και ριγηλο σαν αμπελωνας
και βαθυ και αχαραγο σαν η αλλη οψη τ' ουρανου
Κατι λιγο ψυχης μεσα στην αργιλλο
Τοτε ειπε και γεννηθηκεν η θαλασσα
και ειδα και θαυμασα
Και στη μεση της εσπειρε κοσμους μικρους κατ' εικονα και ομοιωση μου:
Ιπποι πετρινοι με τη χαιτη ορθη
και γαληνιοι αμφορεις
και λοξες δελφινιων ραχες
η Ιος η Σικινος η Σεριφος η Μηλος
"Καθε λεξη κι απο 'να χελιδονι
για να σου φερνει την ανοιξη μεσα στο θερος" ειπε
Και πολλα τα λιοδεντρα
που να κρησαρουν7 στα χερια τους το φως
κι ελαφρο v' απλωνεται στον υπνο σου
και πολλα τα τζιτζικια
που να μην τα νιωθεις
οπως δε νιωθεις το σφυγμο στο χερι σου
αλλα λιγο το νερο
για να το 'χεις Θεο και να κατεχεις τι σημαινει ο λογος του
και το δεντρο μοναχο του
χωρις κοπαδι
για να το κανεις φιλο σου
και να γνωριζεις τ' ακριβο του τ' ονομα
φτενο στα ποδια σου το χωμα
για να μην εχεις που ν' απλωσεις ριζα
και να τραβας του βαθους ολοενα
και πλατυς επανου ο ουρανος
για να διαβαζεις μονος σου την απεραντοσυνη
ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας!
"ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αυτον αναγκη να τον βλεπεις και να τον λαβαινεις"
ειπε: Κοιταξε! Και τα ματια μου εριξαν τη σπορα
γρηγορωτερα τρεχοντας κι απο βροχη
τα χιλιαδες απατητα στρεμματα
Σπιθες ριζα μες το σκοτος πιανοντας και νερων άξαφνων πιδακες
Η σιγη που εκχερσωνα για ν' αποθεσω
γονους φθογγων και χρησμων φυτρα χρυσα
Το ξιναρι ακομη μες τα χερια μου
τα μεγαλα ειδα κοντοποδα φυτα, γυριζοντας το προσωπο
άλλα υλακωντας άλλα βγαζοντας τη γλωσσα:
Να το σπαραγγι να ο ριθιος
να το σγουρο περσεμολο
το τζεντζεφυλλι και το πελαργονι
ο στυφνος και το μαραθο
Οι κρυφες συλλαβες οπου πασχιζα την ταυτοτητα μου ν' αρθρωσω
"Ευγε, μου ειπε, και αναγνωση γνωριζεις
και πολλα μελλει να μαθεις
αν το Ασημαντο εμβαθυνεις
Και μια μερα θα 'ρθει βοηθους ν' αποκτησεις
Θυμησου:
τον αγχεμαχο Ζεφυρο, το ερεβοκτονο ροδι
τα φλεγομενα ωκυποδα φιλια"
Και ο λογος του χαθηκε σαν ευωδια
Η ωρα εννια χτυπησε περδικα τη βαθεια καρδια της ευφωνιας
αλληλεγγυα σταθηκαν τα σπιτια
και μικρα και τετραγωνα
με καμάρα λευκη και λουλακί πορτοφυλλο
Κατω απ' την κληματαρια
ωρες εκει ρεμβασα
με μικρα-μικρα τιτυβισματα
κοασμους, τρυσμους, το μακρινο κουκουρισμα:
Να το πιπινι να το λελεκι
να το γυφτοπουλι
ο νυχτοπατης και η νεροκοτα
ηταν και ο μπομπιρας εκει και το αλογακι8 που λεν της Παναγιας
Η στερια με τα σκελη μου γυμνα στον ηλιο
και παλι οι δυο θαλασσες
και η τριτη αναμεσα - λεμονιες κιτριες μανταρινιες -
και ο αλλος μαϊστρος με τ' απανω του υψηλο μπογαζι9
αλλοιωνοντας τ' οζονιο10 τ' ουρανου
Χαμηλα στων φυλλων τον πυθμενα
η τριβιδα η λεια
τ' αυτακια των ανθων
κι ο θαλλος ο αδημονωντας και ειναι
ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας
Υστερα και το φλοισβο ενοησα και τον μακρυ ατελειωτο ψιθυρο των δεντρων
Ειδα πανω στο μολο αραδιασμενα τα κοκκινα σταμνια
και πιο σιμα στο ξυλινο παραθυροφυλλο
κει που κοιμομουνα με το 'να πλάι
λαλησε πιο δυνατα ο βοριας
Και ειδα
Κορες ομορφες και γυμνες και λειες ωσαν το βοτσαλο
με το λιγο μαυρο στις κοχες των μηρων
και το πολυ και πλουσιο ανοιχτο στις ωμοπλατες
να φυσουν ορθιες μεσα στην Κοχυλα
και αλλες γραφοντας με κιμωλια
λογια παραξενα, αινιγματικα:
ΡΩΕΣ; ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ,
ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ; ΥΕΛΤΗΣ11
μικρες φωνες πουλιων και υακινθων
ή αλλα λογια του Ιουλιου
Σημαινοντας οι εντεκα
πεντε οργιες του βαθους
περκες γοβιοι σπαροι
με πελωρια σβαραχνα12 και κοντες πρυμναιες ουρες
Ανεβαινοντας εβρισκα σπογγους
και σταυρους θαλασσης
και λιγνες αμιλητες ανεμωνες
και πιο ψηλα στα χειλη του νερου
πεταλιδες τριανταφυλλιες
και μισανοιχτες πίνες και αρμυρήθρες
"Ακριβα λογια, μου ειπε, ορκοι παλαιοι
που εσωσε ο Καιρος και η σιγουρη ακοη των μακρυνων ανεμων"
Και σιμα στο ξυλινο παραθυροφυλλο
κει που κοιμομουνα με το 'να πλάι
δυνατα στο στηθος μου εσφιξα το μαξιλαρι
και τα ματια μου δακρυα γιοματα
Ημουν στον εκτο μηνα των ερωτων
και στα σπλαχνα μου σαλευε σπορος ακριβος
ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας
"ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημια και θα της δωσεις το δικο σου νοημα, ειπε
Πριν απο την καρδια σου 'θα 'ναι αυτη
και μετα παλι αυτη θ' ακολουθησει
Τουτο μονο να ξερεις:
Ο,τι σωσεις μες στην αστραπη καθαρο στον αιωνα θα διαρκεσει"
Και ψηλα πολυ πανω απ' τα κυματα
εστησε τα χωρια των βραχων
Εκει σκονη εφτανε ο αφρος
άπλερη γιδα ειδα να γλειφει τις ρωγμες
με το ματι λοξο και το λιγο κορμι σα χαλαζιας
Εζησα τις ακριδες και τη διψα και τα τραχια στις αρμοσιες τους δαχτυλα
χρονους τακτους οσους η Γνωση οριζει
Στα χαρτια σκυφτος και στα βιβλια τ' απυθμενα
με σκοινι λιανο κατεβαινοντας
νυχτες και νυχτες
το λευκο αναζητησα ως την υστατη ενταση
του Μαυρου Την ελπιδα ως τα δακρυα
Τη χαρα ως την ακρα απογνωση
Να σταλθει βοηθεια τοτε κριθηκε η στιγμη
και ο κληρος επεσε στις βροχες
κελαρυσανε ολη μερα ρυακια
ετρεξα σαν τρελος
στις πλαγιες εσχισα σχινο και πολυ μυρτο μες στη φουχτα μου εδωσα
να δαγκασουνε οι πνοες
"Η αγνοτητα, ειπε, ειναι αυτη
στις πλαγιες το ιδιο και στα σπλαχνα σου"
Και τα χερια του απλωσε οπως κανει
γεροντας γνωστικος Θεος για να πλασει μαζι πηλο και ουρανοσυνη
Λιγο μολις πυραχτωσε τις κορφες
αλλ' αδαγκωτο πρασινο στις ρεματιες το χορτο καρφωσε
μεντα λεβαντα λουιζα
και μικρες πατημασιες αρνιων
ή αλλου παλι απο τα υψη πεφτοντας
οι ψιλες κλωστες το ασημι, δροσερα μαλλια κοπελας που ειδα και που εποθησα
Υπαρκτη γυναικα
"Η αγνοτητα, ειπε, ειναι αυτη"
και γεματος λαχταρα χάιδεψα το σωμα
φιλια δοντια με δοντια�υστερα ενας μεσ στον αλλο
Τρικυμισα
οπως καβος πατησα βαθεια
που αερα πηρανε οι σπηλιες
Ηχω με το λευκο σανταλι περασε μια στιγμη
γοργα κατω απο τα νερα η ζαργανα
και ψηλα το λοφο εχοντας ποδι Και τον ηλιο κεφαλι κερασφορο13
ν' ανεβαινει Αβαδιστος ειδα Ο Μεγας Κριος
Και αυτος αληθεια που ημουνα Ο πλολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες στην φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο
ψιθυρισε οταν ρωτησα:
-Τι το καλο; Τι το κακο;
- Ενα σημειο Ενα σημειο
και σ' αυτο πανω ισορροπεις και υπαρχεις
κι απ' αυτο πιο περα ταραχη και σκοτος
κι απ'αυτο πιο πισω βρυγμος των αγγελων
-Ενα σημειο Ενα σημειο
και σ' αυτο μπορεις απεραντα να προχωρησεις
ή αλλιως τιποτε δεν υπαρχει πια
Και ο ζυγος που, ανοιγοντας τα χερια μου, εμοιαζε
να ζυγιαζει το φως και το ενστικτο ητανε
ΑΥΤΟΣ
ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας !
ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΩΡΕΣ γυριζαν οπως οι μερες
με πλατια μενεξεδενια φυλλα στο ρολόι του κηπου
Δειχτης ημουν εγω
Τριτη Τεταρτη Πεμπτη
ο Ιουνιος ο Ιουλιος ο Αυγουστος
Εδειχνα την αναγκη που μου ερχοταν άρμη
καταπροσωπο Εντομα κοριτσιων
Μακρινες αστεροπες της Ιριδας -
"Ολα τουτα καιρος της αθωοτητας
ο καιρος του σκυμνου και του ροδαμου
ο πολυ πριν την αναγκη" μου ειπε
Και τον κινδυνο εσπρωξε με το 'να δαχτυλο
Στην κορφη του καβου φορεσε μελανο φρυδι
Απο μερος αγνωστο φωσφορο εχυσε
"Για να βλεπεις, ειπε, απο μεσα
στο κορμι σου φλεβες καλιο, μαγγανιο
και τ' αποτιτανωμενα
παλαια καταλοιπα του ερωτα"
Και πολυ τοτε σφιχθηκε η καρδια μου
ηταν το πρωτο τριξιμο του ξυλου μεσα μου
μιας νυχτος που εσιμωνε ισως
η φωνη του γκιωνη
καποιου που ειχε σκοτωθει
το αιμα γυριζοντας πανω στον κοσμο
Ειδα περα, μακρια, στην ακρα της ψυχης μου
μυστικα να διαβαινουνε
φαροι ψηλοι ξωμαχοι Στους γκρεμους τραβερσωμενα καστρα
Τ' αστρο της τραμουντανας Την αγια Μαρινα14 με τα δαιμονικα
Και πολυ πιο βαθια πισω απ' τα κυματα
στο Νησι με τους κολπους των Ελαιωνων15
Μια στιγμη μου εφανηκε θωρουσα Εκεινον
που το αιμα του εδωσε για να σαρκωθω
τον τραχυ του Αγιου16 δρομο ν' ανεβαινει
μια φοραν ακομη
Μια φοραν ακομη
στα νερα της Γερας ν' ακουμουμπα τα δαχτυλα
και τα πεντε ν' αναβουνε χωρια
ο Παπαδος ο Πλακαδος ο Παλαιοκηπος
ο Σκοπελος και ο Μεγαρος17
εξουσια και κληρος της γενιας μου.
"Αλλα τωρα, ειπε, η αλλη σου οψη
αναγκη ν' ανεβει στο φως"
και πολυ πριν με το νου μου βαλω
ή σημαδι φωτιας ή σχημα ταφου
Κατα κει που δεν εσωνε κανεις να δει
με τα χερια εμπρος του
σκυβοντας
τα μεγαλα ετοιμασε Κενα στη γη
και στο σωμα του ανθρωπου:
το κενο του Θανατου για το βρεφος το ερχομενο
το κενο του φονικου για τη Δικαια κριση
το κενο της Θυσιας για την ιση Ανταποδοση
το κενο της Ψυχης για την Ευθυνη του Αλλου
Και η Νυχτα πανσες
παλιας
πριονισμενης απο νοσταλγια Σεληνης
με του ερημου μυλου τα χαλασματα και την ακακη ευωδια της κοπρου
πηρε μερος μεσα μου
Διαστασεις αλλαξε στα προσωπα�μοιρασε αλλιως τα βαρη
Το σκληρο μου σωμα ηταν η αγκυρα κατεβασμενη μεσα στους ανθρωπους
οπου ηχος αλλος κανεις
μονο γδουποι γοοι και κοπετοι
και ρωγμες επανω στην αναστροφη οψη
Ποιας φυλης ο γονος νά 'μουν
τοτε μονο εννοησα
που η σκεψη του Αλλου
διαγωνια σαν ακμη γυαλιου
και Ορθον ως περα με χαραζε
Ειδα μεσα μου στα σπιτια καθαρα σαν να μην ηταν τοιχοι
με το λυχνο στο χερι να περνουν γεροντισσες
τα χαρακια στο μετωπο και στο ταβανι
και αλλοι νεοι με το μουστακι που εζωναν αρματα στη μεση τους
αμιλητοι
δυο δαχτυλα πανω στη λαβη
εδω και αιωνες.
"Βλεπεις, ειπε, ειναι οι Αλλοι
και δεν γινεται Αυτοι χωρις Εσενα
και δε γινεται μ' Αυτους χωρις, Εσυ
Βλεπεις, ειπε, ειναι οι Αλλοι
και αναγκη πασα να τους αντικρισεις
η μορφη σου αν θελεις ανεξαλειπτη να 'ναι
και να μεινη αυτη.
Επειδη πολλοι φορουν το μελανο πουκαμισο
και οι αλλοι μιλουν τη γλωσσα των χοιρογρυλλιων
και ειναι οι Ωμοφαγοι και οι Αξεστοι του Νερου
οι Σιτοφοβοι και οι Πελδινοι18 και οι Νεοκονδορες
ορμαθος19 και αριθμος των ακρων του σταυρου
της Τετρακτιδος.
Αν αληθεια κρατησεις και τους αντικρισεις, ειπε,
η ζωη σου θ' αποκτησει αιχμη και θα οδηγησεις, ειπε
Ο καθεις και τα οπλα του, ειπε
Και αυτος αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν
Ο ακομη χλωρος μες στη φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο
Περασε μεσα μου Εγινε
αυτος που ειμαι
Η ωρα τρεις της νυχτας
λαλησε μακρια πανω απ' τα παραπηγματα
ο πρωτος πετεινος
Ειδα για μια στιγμη τους Ορθιους Κιονες τη Μετωπη με τα Ζωα Δυνατα
και ανθρωπους φερνοντας Θεογνωσια
Πηρε οψη ο Ηλιος Ο Αρχαγγελος αει δεξια μου
ΑΥΤΟΣ εγω λοιπον
και ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας
ΤΑ ΠΑΘΗ
Α'
Ιδου εγω λοιπον,
ο πλασμενος για τις μικρες Κορες και τα νησια του Αιγαιου�lt;/font>
ο εραστης του σκιρτηματος των ζαρκαδιων
και μυστης των φυλλων της ελιας�lt;/font>
ο ηλιοποτης και ακριδοκτονος.
Ιδου εγω καταντικρυ
του μελανου φορεματος των αποφασισμενων
και της αδειας των ετων, που τα τεκνα της αμβλωσε,
γαστερας, το αγκρισμα!
Λυνει αερας τα στοιχεία και βροντη προσβαλλει τα βουνα.
Μοιρα των αθωων, παλι μονη, νά σε, στα Στενα !
Στα Στενα τα χερια μου αδειασα
κι αλλα πλουτη δεν ειδα, κι αλλα πλουτη δεν ακουσα
παρα βρυσες να τρεχουν
Ρόδια ή Ζεφυρο ή Φιλιά.
Ο καθεις και τα οπλα του, ειπα:
Στα Στενα τα ροδια μου θ' ανοιξω
Στα Στενα φρουρους τους ζεφυρους θα στησω
τα φιλια τα παλια θ' απολυσω που η λαχταρα μου αγιασε !
Λυνει αερας τα στοιχεία και βροντη προσβαλλει τα βουνα.
Μοιρα των αθωων, εισαι η δικη μου η Μοιρα !
Β'
ΤΗ γλωσσα μού δωσαν ελληνικη�lt;/font>
το σπιτι φτωχικο στις αμμουδιες του Ομηρου.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου στις αμμουδιες του Ομηρου.
Εκει σπαροι και περκες
ανεμοδαρτα ρηματα20
ρευματα πρασινα μες τα γαλαζια
οσα ειδα στα σπλαχνα μου ν' αναβουνε
σφουγγαρια, μεδουσες
με τα πρωτα λογια των Σειρηνων
οστρακα ροδινα με τα πρωτα μαυρα ριγη.
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου με τα πρωτα μαυρα ριγη.
Εκει ρόδια, κυδωνια
θεοι μελαχρινοι, θειοι και εξάδελφοι
το λαδι αδειαζοντας μες στα πελωρια κιουπια�lt;/font>
και πνοες απο τη ρεματια ευωδιαζοντας
λυγαρια και σχινο
σπαρτο και πιπεροριζα
με τα πρωτα πιπισματα των σπινων,
ψαλμωδιες γλυκες με τα πρωτα-πρωτα Δοξα Σοι !
Εκει δαφνες και βαγια
θυμιατο και λιβανισμα
τις πάλες ευλογωντας και τα καριοφιλια.
Στο χωμα το στρωμενο με τ' αμπελομαντιλα
Κνισες21 τσουγκρισματα
και Χριστος Ανεστη
με τα πρωτα σμπαρα των Ελληνων.
Αγαπες μυστικες με τα πρωτα λογια του ΥΜΝΟΥ22
Μοναχη εγνοια η γλωσσα μου, με τα πρωτα λογια του Υμνου !
α'
Στον πηλο το στομα * μου ακομη και σε ονομαζε
Ροδινο νεογνο * στικτή πρωτη δροσια
Κι απο τοτε σού πλαθε * βαθια χαραματα
Τη γραμμη των χειλιων * και τον καπνο της κομης
Την αρθρωση σού 'δινε * και στο λαμδα και στο εψιλον23
Την αερινη ασφαλτη * περπατηξια
Κι απ' την ιδια εκεινη * στιγμη μεσα μου ανοιγοντας
Αγνωστη φυλακη * φαια κι ασπρα πουλια
Στον αιθερα εριζοντας * ανεβηκαν κι ενιωσα
Πως για σενα τα αιματα * για σενα τα δακρυα
Στους αιωνες το παλεμα * το φριχτο και το υπεροχο
Η σαγηνη για σενα και * η ομορφια
Στα πνευστα των δεντρων * και κρουοντας ο πυρριχιος
Δορατα και σπαθια * να λες ακουσα Εσυ
Μυστικα προσταγματα * και παρθενοβιωτα
Με την εκλαμψη πρασινων * αστερων λογια
Και πανω απ' την αβυσσο * αιωρουμενη γνωρισα
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ * ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ !
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ξημερωνοντας τ' Αγιαννιου, με την αυριο των φωτων, λαβαμε τη διαταγη να κινησουμε
παλι μπροστα, για τα μερη οπου δεν εχει καθημερινες και σκολες. Επρεπε, λεει, να
πιασουμε τις γραμμες που κρατουσανε ως τοτε οι Αρτινοι, απο Χειμαρρα ως Τεπελενι.
Λογω που εκεινοι πολεμουσανε απ' την πρωτη μερα, συνεχεια, και ειχαν μεινει σκεδον
οι μισοι και δεν αντεχανε αλλο.
Δωδεκα μερες κιολας ειχαμε μεις πιο πισω, στα χωρια. Κι απανω που συνηθιζε τ' αυτι
μας παλι στα γλυκα τριξιματα της γης, και δειλα συλλαβιζαμε το γαβγισμα του σκυλου
ή τον αχο της μακρινης καμπανας, να που ηταν αναγκη, λεει, να γυρισουμε στο μονο
αχολόι που ξεραμε: στο αργο και στο βαρυ των κανονιων, στο ξερο και στο γρηγορο των
πολυβολων.
Νυχτα πανω στη νυχτα βαδιζαμε ασταματητα, ενας πισω απ' τον αλλο, ιδια τυφλοι. Με
κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη, οπου, φορες, εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο.
Επειδη το πιο συχνα ψιχαλιζε στους δρομους εξω, καθως μες στην ψυχη μας. Και τις λιγες
φορες οπου καναμε σταση να ξεκουραστουμε, μητε που αλλαζαμε κουβεντα, μοναχοι
σοβαροι κι αμιλητοι, φεγγοντας μ' ενα μικρο δαδι, μια-μια εμοιραζομασταν τη σταφιδα.
Η φορες παλι, αν ηταν βολετο, λυναμε βιαστικα τα ρουχα και ξυνομασταν με λυσσα ωρες
πολλες, οσο να τρεξουν τα αιματα. Τι μας ειχε ανεβει η ψειρα ως το λαιμο, κι ηταν αυτο πιο
κι απ' την κουραση ανυποφερτο. Τελος, καποτε, ακουγοτανε στα σκοτεινα η σφυριχτρα,
σημαδι οτι κινουσαμε, και παλι σαν τα ζα τραβουσαμε μπροστα να κερδισουμε δρομο, πριχου
ξημερωσει και μας βαλουνε στοχο τ' αεροπλανα. Επειδη ο Θεος δεν κατεχε απο στοχους ή
τετοια, κι οπως το 'χε συνηθιο του, στην ιδια παντοτε ωρα ξημερωνε το φως.
Τοτες, χωμενοι μες στις ρεματιες, γερναμε το κεφαλι απο το μερος το βαρυ, οπου δε βγαινουνε
ονειρα. Και τα πουλια μάς θυμωναν, που δε διναμε ταχα σημασια στα λογια τους - ισως και
που ασκημιζαμε χωρις αιτια την πλαση. Αλλης λογης εμεις χωριατες, μ' αλλω λογιω ξιναρια
και σιδερικα στα χερια μας, που ξορκισμενα να 'ναι.
Δωδεκα μερες κιολας, ειχαμε μεις πιο πισω στα χωρια κοιταξει σε καθρεφτη, ωρες πολλες, το
γυρο του προσωπου μας. Κι απανω που συνηθιζε ξανα το ματι τα γνωριμα παλια σημαδια,
και δειλα συλλαβιζαμε το χείλο το γυμνο ή το χορτατο απο τον υπνο μαγουλο, να που τη δευτερη
τη νυχτα σαμπως παλι αλλαζαμε, την τριτη ακομη πιο πολυ, την υστερη, την τεταρτη, πια φανερο,
δεν ειμασταν οι ιδιοι. Μονε σα να πηγαιναμε μπουλουκι ανακατο, θαρρουσες, απ' ολες τις γενιες
και τις χρονιες, αλλοι των τωρινων καιρων κι αλλοι πολλα παλιων, πού 'χαν λευκανει απ' τα
περισσια γενια. Καπεταναιοι αγελαστοι με το κεφαλοπανι, και παπαδες θερια, λοχιες του 97
ή του 12, μπαλτατζηδες βλοσυροι πανου απ' τον ωμο σειώντας το πελεκι, απελάτες και
σκουταροφοροι με το αιμα επανω τους ακομη Βουργαρων και Τουρκών. Ολοι μαζι, διχως μιλια,
χρονους αμετρητους αγκομαχωντας πλάι-πλάι, διαβαιναμε τις ραχες, τα φαραγγια, διχως να
λογαριαζουμε αλλο τιποτε. Γιατι καθως οταν βαρουν απανωτες αναποδιες τους ιδιους τους
ανθρωπους παντα, συνηθαν στο Κακο, τελος του αλλαζουν ονομα, το λεν Γραμμενο ή Μοιρα
- ετσι κι εμεις επροχωρουσαμε ισια πανου σ' αυτο που λεγαμε Καταρα, οπως θα λεγαμε
Ανταρα ή Συννεφο. Με κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη οπου πολλες φορες
εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη το πιο συχνα, ψιχαλιζε στους δρομους εξω καθως μες
στην ψυχη μας.
Κι οτι ημασταν σιμα πολυ στα μερη οπου δεν εχει καθημερινες και σκολες, μητε αρρωστους και γερούς,
μητε φτωχους και πλουσιους, το καταλαβαιναμε. Γιατι κι ο βροντος περα, κατι σαν πισω απ' τα βουνα,
δυναμωνε ολοενα, τοσο που καθαρα στο τελος να διαβαζουμε το αργο και το βαρυ των κανονιων, το ξερο
και το γρηγορο των πολυβολων. Υστερα και γιατι ολοενα πιο συχνα, τυχαινε τωρα ν' απαντουμε, απ' τ'
αλλο μερος vα 'ρχονται, οι αργες οι συνοδειες με τους λαβωμενους. Οπου απιθωνανε χαμου τα φορεια οι
νοσοκομοι, με τον κοκκινο σταυρο στο περιβραχιωνιο, φτυνοντας μεσα στις παλαμες, και το ματι τους αγριο
για τσιγαρο. Κι οπου σαν ακουγανε για που τραβουσαμε, κουνουσαν το κεφαλι, αρχινωντας ιστοριες για
σημεια και τερατα. Ομως εμεις το μονο που προσεχαμε ηταν εκεινες οι φωνες μεσα στα σκοτεινα, που
ανεβαιναν, καυτες ακομη απο την πισσα του βυθου ή το θειαφι. "Όι, όι μανα μου", "όι, όι μανα μου", και
καποτε, πιο σπανια, ενα πνιχτο μουσουνισμα, ιδιο ροχαλητο, που 'λεγαν, οσοι ξερανε, ειναι αυτος ο
ρογχος του θανατου.
Ηταν φορες που εσερνανε μαζι τους κι αιχμαλωτους, μολις πιασμενους λιγες ωρες πριν, στα ξαφνικα
γιουρουσια που κάναν τα περιπολα. Βρωμουσανε κρασι τα χνωτα τους, κι οι τσεπες γιοματες κονσερβα
ή σοκολατες. Ομως εμεις δεν ειχαμε, οτι κομμενα τα γιοφυρια πισω μας, και τα λιγα μουλαρια
μας κι εκεινα ανημπορα μεσα στο χιονι και στη γλιστραδα της λασπουριας.
Τελος καποια φορα, φανηκανε μακρια οι καπνοι που ανεβαιναν
μεριες-μεριες, κι οι πρωτες στον οριζοντα κοκκινες, λαμπερες φωτοβολιδες.
β'
Νεος πολυ και γνωρισα των εκατο χρονω φωνες
Οχι του δασους μια στιγμη στα στέρνα ο πευκινος τριγμος
Μονο του σκυλου που αλυχτα στα βουνα τ' ανδροβαδιστα
Των χαμηλων σπιτιων καπνοι και κεινων που ψυχορραγουν
Η ανομολογητη ματια του κοσμου του αλλου η ταραχη
Οχι που αργουν στον ανεμο των πελαργων μικρες κρωξιες
Πεφτει η γαληνη σα βροχη και γρουζουν τα κηπευτικα
Μονο του ζωου που σπαρταρα τα πνιχτα κι ασυλλαβιστα
Της Παναγιας δυο φορες ο μαυρος γυρος των ματιων
Στην πεδιαδα της ταφης και στην ποδια των γυναικων
Μονο της θυρας χτυπημα κι οταν ανοιξεις πια κανεις
Μητε σημαδι καν χεριου στη λιγη παχνη των μαλλιων
Χρονους πολλους κι αν καρτερω γαληνεμο δεν ελαβα
Στων αδερφων τη μοιρασια μου δοθη ο κληρος ο λειψος
Η πετροκολλητη σαγη2424
και το ζακονι2525 των φιδιων
Γ'
ΤΟΝ πλουτο δεν εδωκες ποτε σε μενα
τον ολοενα ερημουμενο απο τις φυλες των Ηπειρων
κι απ' αυτες παλι αλαζονικα, ολοενα, δοξαζομενο!
Ελαβε τον Βοτρυ26 ο Βορρας
και τον Σταχυ ο Νοτος
τη φορα του ανεμου εξαγοραζοντας
και των δεντρων τον καματο δυο και τρεις φορες
ανοσια εξαργυρωνοντας.
Αλλο εγω,
παρεξ θυμαρι στην καρφιδα του ηλιου δεν εγνωρισα
και παρεξ
τη σταγονα του νερου στ' ακοπα γενια μου δεν ενιωσα
μα τραχυ το μαγουλο εθεσα στο τραχυτερο της πετρας
αιωνες και αιωνες.
Εκοιμηθηκα πανω στην εγνοια της αυριανης ημερας
οπως οστρατιωτης επανω στο ντουφεκι του.
Και τα ελεη της νυχτας ερευνησα
οπως ο ασκητης το Θεο του.
Απο τον ιδρωτα μου εδεσαν διαμαντι
και στα κρυφα μου αντικαταστησανε την παρθενα του βλεμματος.
Εζυγισανε τη χαρα μου και τη βρηκανε, λεει, μικρη
και την πατησανε χαμου σαν εντομο.
Τη χαρα μου πατησανε και στην πετρα την κλεισανε
και στερνά την πετρα μού αφησανε,
την τρομερη ζωγραφια μου.
Με πελεκι βαρυ τη χτυπουν, με σκαρπελο σκληρο την τρυπουν,
με καλεμι πικρο τη χαραζουν, την πετρα μου.
Κι οσο τρωει την υλη ο καιρος, τοσο βγαινει πιο καθαρος
ο χρησμος απ' την οψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Δ'
Τις ημερες μου αθροισα και δε σε βρηκα
πουθενα, ποτε, να μου κρατεις το χερι
στη βοη των γκρεμων και των αστρων τον κυκεωνα μου !
Πηραν αλλοι τη Γνωση και αλλοι την Ισχυ
το σκοταδι με κοπο χαραζοντας
και μικρες προσωπιδες, τη χαρα και τη θλιψη,
στη φθαρμενη την οψη αρμοζονζας.
Μονος, οχι εγω, προσωπιδες δεν αρμοσα,
τη χαρα και τη θλιψη μου πισω εριξα,
γενναιοδωρα πισω μου εριξα,
την Ισχυ και τη Γνωση.
Τις ημερες μου αθροισα κι εμεινα μονος.
Ειπαν οι αλλοι: γιατι; κι αυτος να κατοικησει
το σπιτι με τις γλαστρες και τη λευκη μνηστη.
Αλογα τα πυρρα και τα μαυρα μου αναψαν γινατι γι' αλλες, πιο λευκες Ελενες !
Γι' αλλη, πιο μυστικην αντρεια λαχταρησα
κι απο κει που με μποδισαν, ο αορατος, καλπασα
στους αγρους τις βροχες να γυρισω
και το αιμα πισω να παρω των νεκρων μου των αθαφτων !
Ειπαν οι αλλοι: γιατι; κι εκεινος να γνωρισει
κι εκεινος τη ζωη μεσα στα ματια του αλλου.
Αλλου ματια δεν ειδα, δεν αντικρισα
παρα δακρυα μεσα στο Κενο που αγκαλιαζα
παρα μπορες μεσα στη γαληνη που αντεχα.
Τις ημερες μου αθροισα και δε σε βρηκα
και τα οπλα ζωστηκα και μονος βγηκα
στη βοη των γκρεμων και στων αστρων τον κυκεωνα μου !
γ'
Μονος κυβερνησα τη θλιψη μου
Μονος αποικησα τον εγκαταλειμμενο Μάιο
Μονος εκολπωσα τις ευωδιες
Επανω στον αγρο με τις αλκυονιδες
Τάισα τα λουλουδια κιτρινο βουκολισα τους λοφους
Επυροβολησα την ερημια με κοκκινο !
Ειπα: δε θά 'ναι το Αδικο τιμιοτερο απ' το αιμα !
Το χερι των σεισμων το χερι των λιμων
Το χερι των εχτρων το χερι των δικων
Μου, εφρενιασαν εχαλασαν ερημαξαν αφανησαν
Μια και δυο και τρεις φορες
Παραδοθηκα κι απομεινα στον καμπο μονος
Παρθηκα και πατηθηκα σαν καστρο μονος
Το μυνημα που σηκωνα τ' αντεξα μονος !
Μονος απελπισα το θανατο
Μονος εδαγκωσα μες στον Καιρο με τα δοντια πετρινα
Μονος εκινησα για το μακρυ
Ταξιδι σαν της σαλλπιγγας μες στους αιθερες !
ηταν στη δυναμη μου η Νεμεση το ατσαλι κι η ατιμια
Να προχωρησω με τον κορνιαχτο και τ' αρματα
Ειπα: με μονο το σπαθι του κρυου νερου θα παραβγω
Και ειπα: με μονο το Ασπιλο του νου μου θα χτυπησω !
Στο πεισμα των σεισμων στο πεισμα των λιμων
Στο πεισμα των εχτρων στο πεισμα των δικων
Μου, αναντισα κρατηθηκα ψυχωθηκα κραταιωθηκα
Μια και δυο και τρεις φορες
Θεμελιωσα τα σπιτια μου στη μνημη μονος
Πηρα και στεφανωθηκα την αλω μονος
Το σταρι που ευαγγελισα το 'δρεψα μονος !
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ
Τις ημερες εκεινες εφτασαν επιτελους υστερα απο τρεις σωστες εβδομαδες
οι πρωτοι στα μερη μας ημιονηγοι. Και ελεγαν πολλα για τις πολιτειες που
διαβηκαν, Δέλβινο, Αγιοι Σαραντα, Κορυτσα. Και ξεφορτωναν τη ρεγγα και
το χαλβα κοιταζοντας να ξετελεψουν μια ωρα αρχυτερα και να φυγουνε.
Οτι δεν ηταν συνηθισμενοι και τους ετρομαζε το βροντισμα στα βουνα και
το μαυρο γενι στη φαγωμενη την οψη μας.
Και συνεβηκε τοτες ενας απ' αυτους να 'χει μαζι του κατι παλιες
εφημεριδες. Και διαβαζαμε ολοι απορημενοι, μ' ολο που το 'χαμε κιολας
ακουστα, πως επανηγυριζαν στην πρωτευουσα και πως ο κοσμος εσηκωνε,
λεει, ψηλα στα χερια τους φανταρους που γυριζανε με αδειες απο τα γραφεια
της Πρεβεζας και της Αρτας. Και σημαινανε ολη μερα οι καμπανες, και το
βραδυ στα θεατρα λεγανε τραγουδια και παριστανανε στη σκηνη τη ζωη μας
για να χειροκροτα ο κοσμακης.
Βαρεια σιωπη επεσε αναμεσο μας, επειδη κι η ψυχη μας ειχε μηνες
τωρα μεσα στις ερημιες αγριεψει, και, χωρις να το λεμε, πολυ λογαριαζαμε
τα χρονια μας. Μαλιστα μια στιγμη δακρυσε ο λοχιας ο Ζωης κι εκανε περα
τα χαρτια με τις ειδησεις του κοσμου, ανοιγοντας τα πεντε δαχτυλα καταπανω
τους. Και οι αλλοι εμεις δε λεγαμε τιποτε, μοναχα με τα ματια του δειχναμε
κατι σαν ευγνωμοσυνη.
Τοτε ο Λευτερης, που τυλιγε παρεκει τσιγαρο, καρτερικα, σα να 'χε
παρει απανω του την ανημπορια ολακερης της Οικουμενης, γυρισε και "Λοχια"
ειπε "τι βαρυγκομας; Αυτοι που 'ναι ταγμενοι για τη ρεγγα και το χαλβα, σ' αυτα
παντοτε θα ξαναγυριζουν. Και οι αλλοι στα δεφτερια τους που δεν εχουνε τελειωμο,
και οι αλλοι στα κρεβατια τους τα μαλακα που τα στρωνουν μα δεν τα οριζουν.
Αλλα κατεχε οτι μοναχα εκεινος που παλευει το σκοταδι μεσα του θα 'χει μεθαυριο
μερτικο δικο του στον ηλιο". Και ο Ζωης : "Τι λοιπον, θαρρεις οτι δεν εχω κι εγω
γυναικα και χωραφια και βασανα της καρδιας που καθομαι και φυλαω δωνα στις
εξοριες;" Του αποκριθηκε ο Λευτερης: "Αυτα που δεν αγαπα κανεις, αυτα λοχια
μου, να φοβαται, τι τα 'χει απο τα πριν χαμενα κι ας τα σφιγγει οσο θελει απανω
του. Αλλά τα πραματα της καρδιας τροπος δεν ειναι να χαθουν, εννοια σου, και
γι ' αυτα οι εξοριες δουλευουν. Αργα-γρηγορα κεινοι που ειναι ναν τα βρουν, θα
τα βρουν". Παλι ρωτησε ο λοχιας Ζωης: "Και ποιος λες ταχα του λογου σου οτι θαν
τα βρει;" Τοτε ο Λευτερης, αργα, δειχνοντας με το δαχτυλο: "Εσυ κι εγω κι οτι αλλο
δειξει, αδερφε μου, η ωρα τουτη που μας ακουει".
Και ευθυς ακουστηκε στον αερα η σκοτεινη σφυριγματια της οβιδας που
εφτανε. Και πεσαμε ολοι καταγης μπρουμυτα, πανω στις σκαρπες, οτι γνωριζαμε
αποξω τα σημαδια του Αορατου, και με τ' αυτι μας οριζαμε απο πριν το μερος οπου
θα 'σμιγε η φωτια το χωμα ν' ανοιξει και να χυθει. Και δεν επειραξε η φωτια κανεναν.
Κατι μουλαρια μοναχα σηκωθηκαν στα πισινα τους ποδαρια και αλλα ταραχτηκαν
και σκορπισαν. Και μεσα στην καπνα που κατακαθιζε θωρουσες να τρεχουνε πισω
τους χειρονομωντας οι ανθρωποι που τα 'χανε φερει με κοπους ισαμε κει. Και τα
προσωπα τους χλωμα, και ξεφορτωναν τη ρεγγα και το χαλβα κοιταζοντας να
ξετελεψουν μια ωρα αρχυτερα και να φυγουνε, οτι δεν ηταν μαθημενοι και τους
ετρομαζε το βροντισμα στα βουνα και το μαυρο γενι στη φαγωμενη την οψη μας.
δ'
ΕΝΑ το χελιδονι * κι η Ανοιξη ακριβη
Για να γυρισει ο ηλιος * θελει δουλεια πολλη
Θελει νεκρους χιλιαδες * να 'ναι στους Τροχους
Θελει κι οι ζωντανοι * να δινουν το αιμα τους.
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εχτισες μεσα στα βουνα
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εκλεισες μες στη θαλασσα!
Παρθηκεν απο Μαγους * το σωμα του Μαγιου
Το 'χουνε θαψει σ' ενα * μνημα του πελαγου
Σ' ενα βαθυ πηγαδι * το 'χουνε κλειστο
Μυρισε το σκοτα * δι κι ολη η Αβυσσο.
Θε μου Πρωτομαστορα * μεσα στις πασχαλιες και Συ
Θε μου Πρωτομαστορα * μυρισες την Ανασταση!
Σαλεψε σαν το σπερμα * σε μητρα σκοτεινη
Το φοβερο της μνημης * εντομο μες στη γη
Κι οπως δαγκωνει αραχνη * δαγκωσε το φως
Ελαμψαν οι γιαλοι * κι ολο το πελαγος.
Θε μου Πρωτομαστορα * μ' εζωσες τις ακρογιαλιες
Θε μου Πρωτομαστορα * στα βουνα με θεμελιωσες!
Ε'
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στα βουνα
και τα βουνα σηκωνουν οι λαοι στον ωμο τους
και πανω τους η μνημη καιει
ακαυτη βατος.
Μνημη του λαου μου σε λενε Πινδο και σε λενε Αθω.
Ταραζεται ο καιρος
κι απ' τα ποδια τις μερες κρεμαζει
αδειαζοντας με παταγο τα οστα των ταπεινωμενων.
Ποιοι, πως, ποτε ανεβηκαν την αβυσσο;
Ποιες, ποιων, ποσων οι στρατιες;
Τ' ουρανου το προσωπο γυριζει κι οι εχθροι μου εφυγαν μακρυα.
Μνημη του λαου μου σε λενε Πινδο και σε λενε Αθω.
Εσυ μονη απ' τη φτερνα τον αντρα γνωριζεις
Εσυ μονη απ' την κοψη της πετρας μιλας.
Εσυ την οψη των αγιων οξυνεις
κι εσυ στου νερου των αιωνων την ακρη συρεις
πασχαλιαν αναστασιμη !
Αγγιζεις το νου μου και πονει το βρεφος της Ανοιξης !
Τιμωρεις το χερι μου και στα σκοτη λευκαινεσαι !
Παντα παντα περνας τη φωτια για να φτασεις τη λαμψη.
Παντα παντα τη λαμψη περνας
για να φτασεις τη ψηλα τα βουνα τα χιονοδοξα.
Ομως τι τα βουνα; Ποιος και τι στα βουνα;
Τα θεμελεια μου στα βουνα
και τα βουνα σηκωνουν οι λαοι στον ωμο τους
και πανω τους η μνημη καιει
ακαυτη βατος !
Ζ'
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ των νεφων και των κυματων κοιμαται μεσα μου !
Στη θηλή της θυελλας τα σκοτεινα του χειλη
και η ψυχη του παντοτε με της θαλασσης το λαχτισμα
πανω στα ποδια του ορους !
Ξεριζωνει δρυς και δριμυς κατεβαινει ο θρηϊκιος.
Μικρα καραβια στου καβου το γυρισμα
ξαφνου μπαταρουν και χανονται.
Και παλι προβαινουν ψηλα μες στα νεφη
απ' την αλλη μερια του βυθου.
Στις αγκυρες εχουν κολλησει τα φυκια
στα γενια θλιμμενων αγιων.
Ωραιες αχτιδες γυρω στην οψη
την αλω του ποντου δονουν.
Νηστικοι κατα κει τ' αδεια ματια γυριζουν οι γεροντες
Κι οι γυναικες τη μαυρη σκια τους επανω
στον αχραντο ασβεστη φορουν.
Μαζι τους εγω, το χερι κινω
Ποιητης των νεφων και των κυματων !
Στο στενο τενεκε με το χρωμα βουτω
τα πινελα μαζι τους και βαφω:
Τα καινουργια σκαρια
τα χρυσα και τα μαυρα εικονισματα !
Βοηθος και σκεπη μας ?η Καναρη !
Βοηθος και σκεπη μας ?η Μιαουλη !
Βοηθος και σκεπη μας Αγιά Μαντω !
Ζ'
ΗΡΘΑΝ
ντυμενοι "φιλοι"
αμετρητες φορες οι εχθροι μου
το παμπαλαιο χωμα πατωντας.
Και το χωμα δεν εδεσε ποτε με τη φτερνα τους.
Εφεραν
το Σοφο, τον οικιστη και το Γεωμετρη,
Βιβλους γραμματων και αριθμων,
την πασα Υποταγη και Δυναμη,
το παμπαλαιο φως εξουσιαζοντας.
Και το φως δεν εδεσε ποτε με τη σκεπη τους.
Ουτε μελισσα καν δε γελαστηκε το χρυσο ν' αρχινισει παιχνιδι�lt;/font>
ουτε ζεφυρος καν, τις λευκες να φουσκωσει ποδιες.
Εστησαν και θεμελειωσαν
στις κορφες, στις κοιλαδες, στα πόρτα
πυργους κραταιους κι επαυλεις
ξυλα και αλλα πλεουμενα,
τους Νομους, τους θεσπιζοντας τα καλα και συμφεροντα,
στο παμπαλαιο μετρο εφαρμοζοντας.
Και το μετρο δεν εδεσε ποτε με τη σκεψη τους.
Ουτε καν ενα χναρι θεου στην ψυχη τους σημαδι δεν αφησε�lt;/font>
ουτε καν ενα βλεμμα ξωθιας τη μιλια τους δεν ειπε να παρει.
Εφτασαν
ντυμενοι "φιλοι"
αμετρητες φορες οι εχθροι μου,
τα παμπαλαια δωρα προσφεροντας.
Και τα δωρα τους αλλα δεν ητανε
παρα μονο σιδερο και φωτια.
Στ' ανοιχτα που καρτερεγαν δαχτυλα
μονον οπλα και σιδερο και φωτια
Μονον οπλα και σιδερο και φωτια.
Η'
ΗΡΘΑΝ
με τα χρυσα σειρητια
τα πετεινα του Βορρα και της Ανατολης τα θηρια !
Και τη σαρκα μου στα δυο μοιραζοντας
και στερνα στο συκωτι μου επανω εριζοντας
εφυγαν.
"Γι ' αυτους, ειπαν, ο καπνος της θυσιας,
και για μας της φημης ο καπνος,
αμην."
Και την ηχω σταλμενη απο τα περασμενα
ολοι ακουσαμε και γνωρισαμε.
την ηχω ακουσαμε γνωρισαμε ξανα
με στεγνη φωνη τραγουδησαμε :
Για μας, το ματωμενο σιδερο
και τριπλα εργασμενη προδοσια.
Για μας η αυγη στο χαλκωμα
και τα δοντια τα σφιγμενα ως την ωρα την υστερη
ο δολος και τ' αορατο γαγγαμο27
Για μας το συρσιμο της γης
ο κρυφος ορκος μες στα σκοτεινα
των ματιων η απονια
κι η ποτε καμια, καμια ποτε Ανταποδοση.
Αδελφοι μάς εγελασαν !
"Γι' αυτους, ειπαν, ο καπνος της θυσιας,
και για μας της φημης ο καπνος,
αμην."
Αλλα συ μες στο χερι μας το λυχνο του αστρου
με το λογο σου αναψες, του αθωου στομα
θυρα της Παραδεισος !
Την ισχυ του καπνου στο μελλον βλεπουμε
της πνοης σου παιγνιο
και το κρατος και τη βασιλεια του !
ε'
ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ του αστρου * στους ουρανους εβγηκα
Στο αγιαζι των λειμωνων28 * στη μονη ακτη του κοσμου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !
Λυπημενες μυρσινες * ασημωμενες υπνο
Μου ραντισαν την οψη * Φυσω και μονος παω
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !
Οδηγε των ακτινων * και των κοιτωνων Μαγε
Αγυρτη που γνωριζεις * το μελλον μιλησε μου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !
Τα κοριτσια μου πενθος * για τους αιωνες εχουν
Τ' αγορια μου τουφεκια * κρατουν και δεν κατεχουν
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !
Εκατογχειρες νυχτες * μες στο στερεωμα ολο
Τα σπλαχνα μου αναδευουν * Αυτος ο πονος καιει
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !
Με το λυχνο του αστρου * στους ουρανους γυριζω
Στο αγιαζι των λειμωνων * στη μονη ακτη του κοσμου
Που να βρω την ψυχη μου * το τετραφυλλο δακρυ !
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
Τις ημερες εκεινες εκαναν συναξη μυστικη τα παιδια και λαβανε την αποφαση,
επειδη τα κακα μαντατα πληθαιναν στην πρωτευουσα, να βγουν εξω σε πλατειες με
το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : μια παλαμη τοπο κατω απο τ' ανοιχτο
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.
Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια, οι
νεοι με τα πρησμενα ποδια που τους ελεγαν αλητες. Και ακολουθουσανε αντρες
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.
Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και τρεις φορες με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει: μια
πηχη φωτια κατω απ' τα σιδερα, με τις μαυρες κανες και τα δοντια του ηλιου. Οπου
μητε κλωνος μητε ανθος, δακρυο ποτε δεν εβγαλαν. Και χτυπουσανε οπου να 'ναι,
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε. Σαν να μην
ητανε αλλος δρομος πανω σ' ολακερη τη γη, για να περασει η Ανοιξη παρα μοναχα
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια που
τους ελεγαν αλητες, και οι αντρες, και οι γυναικες, και οι λαβωμενοι με τον επιδεσμο
και τα δεκανικια.
Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.
ς'
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ηλιε νοητε * και μυρσινη συ δοξαστικη
μη παρακαλω σας μη * λησμοναται τη χωρα μου!
Αετομορφα εχει τα ψηλα βουνα * στα ηφαιστεια κληματα σειρα
και τα σπιτια πιο λευκα * στου γλαυκου το γειτονεμα!
Της Ασιας αν αγγιζει απο τη μια * της Ευρωπης λιγο αν ακουμπα
στον αιθερα στεκει να * και στη θαλασσα μονη της!
Και δεν ειναι μητε ξενου λογισμος * και δικου της μητε αγαπη μια
μονο πενθος αχ παντου * και το φως ανελεητο!
Τα πικρα μου χερια με τον Κεραυνο * τα γυριζω πισω απ' τον Καιρο
τους παλιους φιλους καλω * με φοβερες και μ' αιματα!
Μα 'χουν ολα τα αιματα ξαντιμεθει * κι οι φοβερες αχ λατομηθει
και στον εναν ο αλλος μπαι * νουν εναντιον οι ανεμοι!
Της Δικαιοσυνης ηλιε νοητε * και μυρσινη συ δοξαστικη
μη παρακαλω σας μη * λησμονατε τη χωρα μου !
Θ'
ΑΥΤΟΣ ειναι
ο παντοτε αφανης δικος μας Ιουδας !
Θυρες επτα τον καλυπτουνε
και στρατιες επτα παχυνονται στην διακονια του.
Μηχανες αερος τον απαγουνε
και βαρυν απο γουνα και ταρταρουγα,
στα Ηλυσια μεσα και στους Λευκους Οικους τον αποθετουνε.
Και γλωσσα καμια δεν εχει, επειδη ολες δικες του -
Και καμια γυναικα, επειδη ολες δικες του -
Ο Παντοδυναμος !
Θαυμαζουν οι αφελεις
και σιμα στη λαμψη του κρυσταλλου χαμογελουν οι μαυροφορεμενοι,
και σκιρτουν των αντρων του Λυκαβητου
οι ημιγυμνες τιγρισσες !
Αλλα πορος κανεις για να περασει ο ηλιος τη φημη του στο μελλον,
Και ημερα Κρισεως καμια, επειδη
εμεις αδελφοι, εμεις η μερα της Κρισεως
και δικο μας το χερι που θ' αποθεωθει -
καταπροσωπο ριχνοντας τα αργυρια !
Ι'
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλευασαν οι νεοι Αλεξανδρεις:
ιδεστε, ειπαν, ο αφελης περιηγητης του αιωνος !
Ο αναισθητος
που οταν ολοι εμεις θρηνουμε αυτος αγαλια
και οταν ολοι παλι αγαλιουμε
αυτος αναιτια σκυθρωπιαζει.
Στις κραυγες μας μπροστα προσπερνα και αδιαφορει
και τα σε μας αορατα με το αυτι στην πετρα,
σοβαρος και μονος προσεχει.
Ο χωρις φιλον κανενα
μητε οπαδο,
που εμπιστευεται μονον το σωμα του
και το μεγα μυστηριο στ' αγκαθοφυλλα μεσα του ηλιου αναζητει,
αυτος ειναι,
ο αποβλητος απο τις αγορες του αιωνος !
Επειδη νου δεν εχει
και απο ξενα δακρυα κερδος δε βγανει
και στο θαμνο που καιει την αγωνια μας
μοναχα καταδεχεται να ουρει.
Ο αντιχριστος και αναλγητος δαιμονιστης του αιωνος !
Που οταν ολοι εμεις πενθουμε,
αυτος ηλιοφορει.
Και οταν ειρηνη αγγελουμε,
μαχαιροφορει.
Καταπροσωπο μου οι νεοι Αλεξανδρεις εχλευασαν !
ζ'
ΑΥΤΟΣ αυτος ο κοσμος * ο ιδιος κοσμος ειναι
Των ηλιων και του κονιορτου * της τυρβης και του αποδειπνου
Ο υφαντης των αστερισμων * ο ασημωτης των βρυων
Στη χαση του θυμητικου * στο εβγα των ονειρων
Αυτος ο ιδιος κοσμος * αυτος ο κοσμος ειναι
Κυμβαλο κυμβαλο * και ματαιο γελιο μακρινο !
Αυτος αυτος κοσμος * ο ιδιος κοσμος ειναι
Ο σκυλευοντας την ηδονη * ο βιαζοντας τις κρηνες
Ο πανω απ' τους Κατακλυσμους * ο κατω απ' τους Τυφωνες
Ο γαμψος, ο κυφος * ο δασυς, ο πυρρος
Τις νυχτες με τη συριγγα * τις μερες με τη φορμιγγα
Στα σκυρα των πολιτειων * στους αρτεμωνες των αγρων
Αυτος ο πλατυκεφαλος * αυτος ο μακρυκεφαλος
Ο εκουσιος * ο ακουσιος
Ο υιος Αγγειθ * και ο Σολομων
Αυτος αυτος κοσμος * ο ιδιος κοσμος ειναι
Της Αμπωτης και του οργασμου * των τυψεων και της νεφωσης
Ο ευρέτης των ζωδιακων * ο τολμητιας των θόλων
Στην ακρη της εκλειπτικης * κι οσο που φτανει η Χτισις
Αυτος ο ιδιος κοσμος * αυτος ο κοσμος ειναι
Βουκινο βουκινο * και ματαιο νεφος μακρινο !
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ
ΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μερες εκεινου του χειμωνα, ενα πρωι
Σαββατου, σωρος αυτοκινητα και μοτοσυκλετες εζωσανε το μικρο
συνοικισμο του Λευτερη, με τα τρυπια τενεκεδενια παραθυρα και
τ' αυλακια των οχετων στον δρομο. Και φωνες αγριες βγανοντας,
εκατεβηκανε ανθρωποι με χυμενη την οψη στο μολυβι και μαλλια
ολόισα ιδιο αχερο. Προσταζοντας να συναχτουν οι αντρες ολοι στο
οικοπεδο με τις τσουκνιδες. Και ηταν αρματωμενοι απο πανου ως
κατου, με τις μπουκες χαμηλα στραμμενες κατα το μπουλουκι. Και
μεγαλος φοβος επιανε τα παιδια, επειδη τυχαινε, σχεδον ολα, να
κατεχουνε καποιο μυστικο στην τσεπη ή στην ψυχη τους. Αλλα
τροπος αλλος δεν ητανε, και χρεος την αναγκη κανοντας, λαβανε θεση
στη γραμμη, και οι ανθρωποι με το μολυβι στην οψη, το αχερο στα
μαλλια και τα κοντα μαυρα ποδηματα, ξετυλιξανε γυρω τους το
συρματοπλεγμα. Και κοψανε στα δυο τα συγνεφα, οσο που το
χιονονερο αρχισε να πεφτει, και τα σαγονια με κοπο κρατουσανε
τα δοντια στη θεση τους, μηπως τους φυγουν ή σπασουνε.
Τοτε, απ τ' αλλο μερος φανηκε αργα βαδιζοντας να 'ρχεται
Αυτος με το Σβησμενο Προσωπο, που σηκωνε το δαχτυλο κι οι ωρες
ανατριχιαζαν στο μεγαλο ρολόι των αγγελων. Και σε οποιον λαχαινε
να σταθει μπροστα, ευθυς οι αλλοι τον αρπαζανε και τον εσουρνανε
χαμου πατωντας τον. Ωσπου εφτασε καποτε η στιγμη να σταθει και
μπροστα στον Λευτερη. Αλλα εκεινος δε σαλεψε. Σηκωσε μονο αργα
τα ματια του και τα πηγε με μιας τοσο μακρια - μακρια μεσα στο
μελλον του - που ο αλλος ενιωσε το σκουντημα κι εγειρε πισω με
κιντυνο να πεσει. Και σκυλιαζοντας, εκανε ν' ανασηκωσει το μαυρο
του πανι, ναν του φτυσει καταμουτρα. Μα παλι ο Λευτερης δε σαλεψε.
Πανω σε κεινη τη στιγμη, ο Μεγαλος Ξενος, αυτος που ακολουθουσε
με τα τρια σειρητια στο γιακα, στηριζοντας τα χερια στη μεση του,
καγχασε: οριστε, ειπε, οριστε οι ανθρωποι που θελουνε , λεει, ν'
αλλαξουνε την πορεια του κοσμου ! Και μη γνωριζοντας οτι ελεγε την
αληθεια ο δυστυχης, καταπροσωπο τρεις φορες του καταφερε το
μαστιγιο. Αλλα τριτη φορα ο Λευτερης δε σαλεψε. Τοτε, τυφλος απο τη
λιγη περαση που 'χε η δυναμη στα χερια του, ο αλλος, μη γνωριζοντας
τι πραττει, τραβηξε το περιστροφο και του το βροντησε συρριζα
στο δεξι του αυτι.
Και πολυ τρομαξανε τα παιδια, και οι ανθρωποι με το μολυβι στην
οψη και τα κοντα μαυρα ποδηματα, κερωσαν. Επειδη πηγανε κ' ηρθανε
γυρω τα χαμοσπιτα, και σε πολλες μεριες το πισσοχαρτο επεσε και
φανηκανε μακρια, πισω απο τον ηλιο, οι γυναικες να κλαινε γονατιστες,
πανω σ' ενα ερμο οικοπεδο, γεματο τσουκνιδες και μαυρα πηχτα αιματα.
Ενω σημαινε δωδεκα ακριβως το μεγαλο ρολόι των αγγελων.
η'
Φυσηξεν η νυχτα * σβησανε τα σπιτια
κι ειναι αργα στην ψυχη μου
Δεν ακουει κανενας * οπου κι αν χτυπησω
η μνημη με σκοτωνει
Αδελφοι μου, λεει * μαυρες ωρες φτανουν
ο καιρος θα δειξει
Των ανθρωπων εχουν * οι χαρές μιανει
τα σπλαχνα των τερατων
Γυρισα τα ματια * δακρυα γιοματα
κατα το παραθυρι
Φωναξα στις πυλες * κι η φωνη μου πηρε
τη θλιψη των φονιαδων
Μες στης γης το κεντρο * φανηκε ο πυρηνας
που ολο σκοτεινιαζει
Κι η αχτιδα του ηλιου * γινηκεν, ιδεστε
ο μιτος του Θανατου !
ΙΑ'
ΟΠΟΥ, φωναζω, και να βρισκεστε, αδελφοι,
οπου και να πατει το ποδι σας,
ανοιξετε μια βρυση,
τη δικη σας βρυση του Μαυρογενη.
Καλο το νερο
και πετρινο το χερι του μεσημεριου
που κρατει τον ηλιο στην ανοιχτη παλαμη του.
Δροσερος ο κρουνος θ' αγγαλιασω.
Η λαλια που δεν ξερει απο ψεμα
μεγαλοφωνα το νου μου ν' απαγγειλει,
ευαναγνωστα να γινουν τα σωθικα μου.
Δεν μπορω,
η αγχονη τα δεντρα μου εξουθενωσε
και τα ματια μαυριζουν.
Δεν αντεχω
και τα σταυροδρομια που ηξερα εγιναν αδιεξοδα.
Σελδζουκοι ροπαλοφοροι καραδοκουν.
Χαγάνοι ορνεοκεφαλοι βυσσοδομουν.
Σκυλοκοιτες και νεκροσιτοι κι ερεβομανεις
κοπροκρατουν το μελλον.
Οπου και να σας βρισκει το κακο, αδελφοι,
οπου και να θολωνει ο νους σας,
μνημονευετε Διονυσιο Σολωμο
και μνημονευετε Αλεξανδρο Παπαδιαμαντη.
Η λαλια που δεν ξερει απο ψεμα
θ' αναπαυσει το προσωπο το μαρτυριου
με το λιγο βαμμα του γλαυκου στα χειλη.
Καλο το νερο
και πετρινο το χερι του μεσημεριου
που κρατει τον ηλιο στην ανοιχτη παλαμη του.
Οπου και να πατει το ποδι σας, φωναζω,
ανοιξετε, αδελφοι,
μια βρυση ανοιξετε,
τη δικη σας βρυση ανοιξετε,
την δικη σας βρυση του Μαυρογενη !
ΙΒ'
ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ μεσανυχτα, στους ορυζωνες του υπνου
απνοια που με τυρρανα και κακο κουνουπι της Σεληνης !
Τα σεντονια παλευω και τα ματια πηχτα
στο σκοταδι ματαια δοκιμαζω:
Ανεμοι γεροντες γενειοφοροι
των παλαιων μου θαλασσων φρουροι και κλειδοκρατορες
εσεις που κατεχετε το μυστικο
συρετε μου στα ματια ενα δελφινι
Στα ματια ενα δελφινι συρετε μου
να 'ναι ταχυ, κι ελληνικο, και να 'ναι η ωρα εντεκα !
Να περνα και να σβηνει την πλακα του βωμου
και ν' αλλαζει το νοημα του μαρτυριου
Οι αφροι του λευκοι να ν' αναπηδουν επανω
τον Ιερακα και τον Ιερεα να πνιξουν !
Να περνα και να λυνει το σχημα του Σταυρου
και στα δεντρα το ξυλο να επιστρεφει
Ο βαθυς τριγμος να μου θυμιζει ακομη
οτι αυτος που ειμαι, υπαρχω !
Η ουρα του η πλατια να μου αυλακωνει
απο το δρομο ανεχαραγο τη μνημη
Και στον ηλιο παλι να με αφηνει
σαν αρχαιο χαλικι των Κυκλαδων !
Τα σεντονια παλευω και τα χερια τυφλα
στο σκοταδι ματαια δοκιμαζω:
Ανεμοι γεροντες γενειοφοροι
των παλαιων μου θαλασσων φρουροι και κλειδοκρατορες
εσεις που κατεχετε το μυστικο
στην καρδια μου την Τριαινα χτυπησετε μου
και σταυρωσετε μου την με το δελφινι
Το σημειο που ειμαι αληθεια ο ιδιος
με την πρωτη νεοτητα ν' ανεβω
στο γλαυκο τ' ουρανου - κι εκει να εξουσιασω !
ΙΓ'
ΑΝΟΜΙΕΣ εμιαναν τα χερια μου, πως να τ' ανοιξω;
Κουστωδιες29 γεμισανε τα ματια μου, που να κοιταξω;
Γιοι των ανθρωπων,τι να πω;
Τα φριχτα σηκωνει η γης κι η ψυχη τα φριχτοτερα !
Ευγε πρωτη νεοτης μου και αδαμαστο χειλι
που το βοτσαλο διδαξες της τρικυμιας
και στις μπορες μεσα, της βροντης αντιμιλησες
Ευγε πρωτη νεοτης μου !
Τοσο χωμα στις ριζες μου εριξες, που κι η σκεψη μου χλόισε !
Τοσο φως μες στο αιμα μου, που κι η αγαπη μου πηρε
το κρατος και το νοημα τ' ουρανου.
Καθαρος ειμαι απ' ακρη σ' ακρη
και στα χερια του Θανατου αχρηστο σκευος
και στα νυχια των αγροικων λεια κακη.
Γιοι των ανθρωπων, να φοβουμαι τι;
Παρετε μου τη θαλασσα με τους ασπρους βοριαδες,
το πλατυ το παραθυρο γεματο λεμονιες,
τα πολλα κελαηδισματα, και το κοριτσι το ενα
που και μονον αν αγγιξα η χαρα του μου αρκεσε
παρετε μου, τραγουδησα !
Παρετε μου τα ονειρα, πως να διαβασετε;
Παρετε μου τη σκεψη, που να την πειτε;
Καθαρος ειμαι απ' ακρη σ' ακρη.
Με το στομα φιλωντας εχαρηκα το παρθενο κορμι.
Τις ιδεες μου ολες ενησιωτησα.
Στη συνειδηση μου εσταξα λεμονι.
ΙΔ'
ΝΑΟΙ στο σχημα τ' ουρανου
και κοριτσια ωραια
με το σταφυλι στα δοντια που μας πρεπατε !
Πουλια το βαρος της καρδιας μας ψηλα μηδενιζοντας
και πολυ γαλαζιο που αγαπησαμε !
Φυγανε φυγανε
ο Ιουλιος με το φωτεινο πουκαμισο
και ο Αυγουστος ο πετρινος με τα μικρα του ανωμαλα σκαλια.
Φυγανε
και στα ματια μεσα των βυθων ανερμηνευτος εμεινε ο αστεριας
και στα βαθη μεσα των ματιων ανεπιδοτο εμεινε το ηλιοβασιλεμα !
Και των ανθρωπων η φρονηση εκλεισε τα συνορα.
Τειχισε τις πλευρες του κοσμου
και απο το μερος τ' ουρανου σηκωσε τις εννεα επαλξεις
και στην πλακα επανω του βωμου σφαγιασε το σωμα
τους φρουρους πολλους εστησε στις εξοδους.
Και των ανθρωπων η φρονηση εκλεισε τα συνορα.
Ναοι στο σχημα τ' ουρανου
και κοριτσια ωραια
με το σταφυλι στα δοντια που μας πρεπατε !
Πουλια το βαρος της καρδιας μας ψηλα μηδενιζοντας
και πολυ γαλαζιο που αγαπησαμε !
Φυγανε φυγανε
ο Μαϊστρος με το μυτερο του σανταλο
και ο Γραίγος ο ασυλλογιστος με τα λοξα του κοκκινα πανια.
Φυγανε
και βαθια κατω απο το χωμα συννεφιασε ανεβαζοντας
χαλικι μαυρο
και βροντες, η οργη των νεκρων
και αργα στον ανεμο τριζοντας
εγυρισανε παλι με το στηθος μπροστα
φοβερα, των βραχων τ' αγαλματα !
θ'
ΤΙΣ ΝΕΦΕΛΕΣ αφηνοντας πισω τους * Ταξιδευουν των βραχων τ' αγαλματα
Με το στηθος μπροστα σα ν' αμπωχνουνε * Στους ανεμους μεσα τα μελλοντα
Μην οι γυπες τα παρουν κι αυτα * μυρωδια και χιμηξουν !
Η καμπανα σημαινοντας θανατο * Των χωριων τα κοπαδια κατεβηκαν
Στις πλαγιες που αγναντευουν το πελαγο * Και φωνη τούς ανεμους εταραξεν
Αχ η πεινα μας εχει, παιδια * την ψυχη σκοτεινιασει !
Στων εθνων τα κρυμμενα εργοστασια * Με το σταρι ετοιμαζουνε μεταλλα
Το θεριο που δε θελουνε θρεφουνε * Και το στομα του να γιγαντωνεται
Ωσπου να μη μεινει κανεις * και τα κοκαλα τριξουν !
Αλλα πριν στην κοιλαδα που σειστηκε * Λες και στένων ο Αδης εβοησε
Των σπιτιων οι σκεπες ξεκαρφωθηκαν * Και το θαυμα τ' ανελπιστο φανηκαν
Οι γυναικες ν' ακουν σιωπηλα * στων βρεφων τους το κλαμα !
Η ζωη που το θανατο γευτηκε * Σαν τον ηλιο γυμνη ξαναγυρισε
Και μην εχοντας αχ αλλο τιποτε * Η ζωη που τα παντα σπαταλησε
Στα χαλασματα καρφωσε μια * παπαρουνα που λαμπει !
Αν ποτε το γερακι ξαναδινε * Τη φωνη του προβατου που σπαραξε
Με τ' αυτι στο χορταρι θ' ακουγαμε * Των νεκρων την οργη πως γυμναζεται
Το σκοταδι ν' αρπαξει μεμιας * κι απ' την αλλη να δειξει !
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
Ειπεν ο λαος μου: το δικαιο που μου διδαξαν επραξα και ιδου αιωνες
αποκαμα ν' απαντεχω εξω απο την κλειστη θυρα της αυλης των προβατων.
Γνωριζε τη φωνη μου το ποιμνιο και στην καθε σφυριγματια μου
αναπηδουσε και βελαζε. Αλλοι ομως, και πολλες φορες ιο ιδιοι που πενευανε
την καρτερια μου, απο δεντρα και μαντρες πηδωντας, επατουσανε πρωτοι
το ποδι αυτοι μες στη μεση της αυλης των προβατων. Και ιδου παντα γυμνος
εγω και χωρις ποιμνιο κανενα, στεναζεν ο λαος μου. Και στα δοντια του
γυαλιζεν η αρχαια πεινα, και η ψυχη του ετριξε πανω στην πικρα της καθως
που τριζει επανω στο χαλικι το αρβυλο του απελπισμενου.
Τοτες αυτοι που κατεχουνε τα πολλα, ν' ακουσουνε τετοιο τριξιμο,
τρομαξαν. Επειδη το καθε σημαδι καταλεπτως γνωριζουνε και συχνα, μιλια
μακρια διαβαζουνε στο συμφερον τους. Παρευθυς λοιπον τα πεδιλα τ'
απατηλα ποδεθηκαν. Και μισοι πιανοντας τους αλλους μισους, απο τό 'να
και τ' αλλο μερος τραβουσανε, τετοια λογια λεγοντας: αξια και καλα τα εργα
σας, και οριστε αυτη αυτη που βλεπετε η θυρα η κλειστη της αυλης των
προβατων. Ασηκωστε το χερι και μαζι σας εμεις, και φροντιδα δικη μας η
φωτια και το σιδερο. Σπιτικα μη φοβαστε, φαμελιες μη λυπαστε, και ποτε
σε γιου ή πατερα ή μικρου αδερφου τη φωνη, πισω μη κανετε. Ειδέ τυχει
κανεις απο σας κι ή φοβηθει κι ή λυπηθει κι ή κανει πισω, να ξερει: επανω
του η φωτια που φεραμε και το σιδερο.
Και το λογο τους πριν αποσωσουν ειχε παρει ν' αλλαζει ο καιρος,
μακρια στο μαυραδι των νεφων και σιμα στο κοπαδι των ανθρωπων. Σα να
περασε αγερας χαμηλα βογγωντας και ν' αποριξε αδεια τα κορμια, διχως
μια σταλα θυμηση. Το κεφαλι μπλαβο και αλαλα αψηλα στραμμενο, μα το
χερι βαθια μεσα στην τσεπη, γραπωμενο απο κομματι σιδερο, της φωτιας
ή απ' τ' αλλα, πό 'χουν τη μυτη σουγλερη και την κοψη αθερα. Και βαδιζανε
καταπανου στον εναν ο αλλος, μη γνωριζοντας ο ενας τον αλλο. Και
σημαδευε κατα πατερα ο γιος και κατ' αδερφου μικρου ο μεγαλος. Που
πολλα σπιτικα πομεινανε στη μεση, και πολλες γυναικες απανωτα δυο και
τρεις φορες μαυροφορεσανε. Και που αν εκανες να βγεις λιγακι παραοξω,
τιποτε. Μονο αγερας βουιζοντας μεσα στα μεσοδοκια και στα λιγα καμενα
λιθαρια μεριες-μεριες οι καπνοι βοσκωντας τα κουφαρια των σκοτωμενων.
Μηνες τριαντα τρεις και πλεον βαστηξε το Κακο. Που τη θυρα
χτυπουσανε ν' ανοιξουνε της αυλης των προβατων. Και φωνη προβατου
δεν ακουστηκε παρεχτος επανω στο μαχαιρι. Και φωνη θυρας ουτε,
παρεχτος στην ωρα που 'γερνε μες στις φλογες τις υστερες να καει.
Επειδη αυτος ο λαος μου η θυρα και αυτος ο λαος μου η αυλη και το
ποιμνιο των προβατων.
ι'
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αιματα * με πορφυρωσαν
Και χαρες ανειδωτες * με σκιασανε
Οξειδωθηκα μες στην * νιοτια
των ανθρωπων
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
Στ' ανοιχτα του πελαγου * με καρτερεσαν
Με μπομπαρδες τρικαταρτες * και μου ριξανε
Αμαρτια μου νά 'χα * κι εγω
μιαν αγαπη
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
Τον Ιουλιο καποτε * μισανοιξανε
Τα μεγαλα ματια της * μες στα σπλαχνα μου
Την παρθενα ζωη μια * στιγμη
να φωτισουν
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
Κι απο τοτε γυρισαν * καταπανω μου
Των αιωνων οργητες * ξεφωνιζοντας
"Ο πού σ' ειδε, στο αιμα * ζει
και στην πετρα"
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
Της πατριδας μου παλι * ομοιωθηκα
Μες στις πετρες ανθισα * και μεγαλωσα
Των φονιαδων το αιμα * με φως
ξεπληρωνω
Μακρινη Μητερα * Ροδο μου Αμαραντο
ΙΕ'
ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θελησες και να, στο ανταποδιδω
Τη συγγνωμη δεν εδωσα,
την ικεσια δεν εστερξα,
την ερημια την αντεξα σαν το χαλικι.
Τι, τι, τι αλλο μου μελλεται;
Τα κοπαδια των αστρων οδηγω στην αγγαλη σου
κι η Αυγη , πριν προλαβω, στα διχτυα της με παρασυρει,
που συ τη θελησες !
Λοφους με καστρα και πελαγη με καρποφορα
στεριωνω στον ανεμο
κι η καμπανα τα πινει, αργα, του δειλινου,
που συ τη θελησες !
Υψωνω χορτα σα να φωναζω μ' ολα τα φρενα μου
και να τα παλι που καταπεφτουν
απο το καμα του Ιουλιου,
που συ θελησες !
Τι λοιπον, τι αλλο, τι νεο μου μελλεται;
Ιδου που εσυ μιλεις κι εγω αληθευω.
Σφεντοναω την πετρα και βρισκει επανω μου.
Ορυχεια βαθαινω και τους ουρανους εργαζομαι.
Τα πουλια κυνηγω και στο βαρος τους χανομαι.
Θεε μου συ με θελησες και να, στο ανταποδιδω.
Τα στοιχεια που εισαι,
ημερες και νυχτες,
ηλιοι κι αστερες, θυελλες και γαληνη,
ανατρεπω στην ταξη κι εναντιον τα βαζω
του δικου μου θανατου,
που συ τον θελησες !
ΙS'
ΕΝΩΡΙΣ εξυπνησα τις ηδονες
ενωρις τη λεύκα μου αναψα
με το χερι μπροστα στη θαλασσα προχωρησα
εκει μονος την εστησα :
Φυσηξες και με κυκλωσαν οι τρικυμιες
ενα-ενα μου πηρες τα πουλια -
Θεε μου με φωναζες και πως να φυγω ;
Κοιταξα μες στο μελλον τους μηνες και τα χρονια
που ξανα θα γυρισουνε χωρις εμενα
και δαγκωθηκα τοσο βαθια
που αργα το αιμα μου ενιωσα ν' αναβλυζει ψηλα
και να σταζει απ' το μελλον μου.
Εσκαψα μες στο χωμα την ωρα που ημουν ο ενοχος
και τρεμοντας εσηκωσα το θυμα στα χερια μου
και του μιλησα τοσο απαλα που αργα τα ματια του ανοιξαν και σταλαξανε τη δροσια
στο χωμα που ημουν ο ενοχος.
Εριξα το σκοταδι στο κρεβατι του ερωτα
με του κοσμου τα πραγματα στο νου μου γυμνα
και το σπερμα μου τιναξα τοσο μακρια
που αργα οι γυναικες γυρισαν μες στον ηλιο και πονεσαν
και γεννησανε παλι τα ορατα.
Θεε μου με φωναζες και πως να φυγω ;
Ενωρις εξυπνησα τις ηδονες
ενωρις τη λεύκα μου αναψα
με το χερι μπροστα στη θαλασσα προχωρησα
εκει μονος την εστησα:
Φυσηξες και λαχταρησαν τα σωθικα μου
ενα-ενα μου γυρισαν τα πουλια !
ια'
ΘΑ ΚΑΡΩ Μοναχος * των θαλερων πραγματων
Σεμνα θα υπηρετω * την ταξη των πουλιων
Στον ορθρο της Συκιας * απο τις νυχτες θα 'ρχομαι
Καταδροσος * να φερω στην ποδιά μου
Το κυανο * το ροδινο το μωβ
Και τις γενναίες του νερου * ν' αναβω
Σταγονες * ο γενναιοτερος
Εικονισματα θα * 'χω τ' αχραντα κοριτσια
Ντυμενα στου πελα * γους μονο το λινο
Θα δεομαι να πα * ρει της μυρτιας το ενστικτο
Η αγνοτη μου * και τους μυωνες θηριου
Το ποταπο * το δυστροπο το αχνο
Στα σφριγηλα σωθικα * να πνιξω
Για παντα * ο σφριγηλατοτερος
Θα περασουν καιροι * πολλων ανομηματων
Του κερδους της τιμης * των τυψεων του δαρμου
Λυσσωντας θα χιμαει * ο Βουκεφαλας του αιματος
Τις ασπρες μου * λαχταρες να λαχτισει
Την αντρεια * τον ερωτα το φως
Και κραταιές οσφραινοντας * τις να χλι-
μιντρισει * ο κραταιοτερος.
Αλλα τοτε στις έξ * των υψωμενων κρινων
Που η κριση μου θα κα * νει ρηγμα του Καιρου
Η ενδεκατη εντολη * θ' αναδυθει απ' τα ματια μου
θα 'ναι αυτος * ο κοσμος ή δε θα 'ναι
Ο Τοκετος * η Θεωσις το Αεί
Που με τα δικαια της ψυχης * μου θα 'χω
Κηρυξει * ο δικαιοτερος
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετα την Αμαρτια που την ειπανε Αρετη μεσα
στις εκκλησιες και την ευλογησαν. Λειψανα παλιων αστρων και γωνιες
αραχνιασμενες τ' ουρανου σαρωνοντας η καταιγιδα που θα γεννησει
ο νους του ανθρωπου. Και των αρχαιων Κυβερνητων τα εργα
πληρωνοντας η Χτισις, θα φριξει. Ταραχη θα πεσει στον Αδη, και το
σανιδωμα θα υποχωρησει απο την πιεση τη μεγαλη του ηλιου. Που
πρωτα θα κρατησει τις αχτιδες του, σημαδι οτι καιρος να λαβουνε
τα ονειρα εκδικηση. Και μετα θα μιλησει και θα πει: εξοριστε
Ποιητη, στον αιωνα σου, λεγε, τι βλεπεις ;
-Βλεπω τα εθνη, αλλοτες αλαζονικα, παραδομενα στη σφηκα
και στο ξυνοχορτο.
-Βλεπω τα πελεκια στον αερα σκιζοντας προτομες Αυτοκρατωρων
και στρατηγων.
-Βλεπω τους εμπορους να εισπραττουν σκυβοντας το κερδος των
δικων τους πτωματων.
-Βλεπω την αλληλουχια των κρυφων νοηματων.
Χρονους πολλους μετα την Αμαρτια που την ειπανε Αρετη μεσα
στις εκκλησιες και την ευλογησαν.Αλλα πριν, ιδου θα γινουν οι ωραιοι
που ναρκισσευτηκαν στις τριοδους Φιλιπποι και Ροβερτοι. Θα φορεσουν
αναποδα το δαχτυλιδι τους, και με καρφι θα χτενισουνε το μαλλι τους,
και με νεκροκεφαλες θα στολισουνε το στηθος τους, για να δελεασουν τα
γυναια. Και τα γυναια θα καταπλαγουν και θα στερξουν. Για να εβγει
αληθινος ο λογος, οτι σιμα η μερα οπου το καλλος θα παραδοθει στις
μυγες της αγορας. Και θα αγαναχτησει το κορμι της πορνης μην εχοντας
τι αλλο να ζηλεψει. Και θα γινει κατηγορος η πορνη σοφων και μεγιστανων,
το σπερμα που υπηρετησε πιστα, σε μαρτυρια φερνοντας. Και θα τιναξει
πανουθε την καταρα, κατα την Ανατολη το χερι τεντωνοντας και φωναζοντας:
εξοριστε Ποιητη, στον αιωνα σου, λεγε, τι βλεπεις;
-Βλεπω τα χρωματα του Υμηττου στη βαση την ιερη του Νεου
Αστικου μας Κωδικα.
-Βλεπω τη μικρη Μυρτω, την πορνη απο την Σικινο, στημενη πετρινο
αγαλμα στην πλατεια της Αγορας με τις Κρηνες και τα ορθα Λεονταρια.
-Βλεπω τους εφηβους και βλεπω τα κοριτσια στην ετησια Κληρωση
των Ζευγαριων.
-Βλεπω ψηλα, μες στους αιθερες το Ερέχθειο των Πουλιων.
Λειψανα παλιων αστρων και γωνιες αραχνιασμενες τ' ουρανου
σαρωνοντας η καταιγιδα που θα γεννησει ο νους του ανθρωπου. Αλλα
πριν, ιδου θα περασουν γενεες το αλετρι τους πανω στη στερφα γης.
Και κρυφα θα μετρησουν την ανθρωπινη πραματεια τους οι Κυβερνητες,
κηρυσσοντας πολεμους. Οπου θα χορταστουνε ο Χωροφυλακας και ο
Στρατοδικης. Αφηνοντας το χρυσαφι στους αφανεις, να εισπραξουν αυτοι
τον μιστό της υβρης και του μαρτυριου. Και μεγαλα πλοια θ' ανεβασουν
σημαιες, εμβατηρια θα παρουν τους δρομους, οι εξωστες να ρανουν με
ανθη το Νικητη. Που θα ζει στην οσμη των πτωματων. Και του λακκου σιμα
του το στομα, το σκοταδι θ' ανοιγει στα μετρα του, κραζοντας: εξοριστε Ποιητη,
στον αιωνα σου, λεγε, τι βλεπεις ;
-Βλεπω τους Στρατοδικες να καινε σαν κερια, στο μεγαλο τραπεζι
της Αναστασεως.
-Βλεπω τους Χωροφυλακους να προσφερουν το αιμα τους, θυσια
στην καθαριοτητα των ουρανων.
-Βλεπω τη διαρκη επανασταση φυτων και λουλουδιων.
-Βλεπω τις κανονιοφορους του Ερωτα.
Και των αρχαιων Κυβερνητων τα εργα πληρωνοντας η Χτισις, θα φριξει.
Ταραχη θα πεσει στον Αδη, και το σανιδωμα θα υποχωρησει απο την πιεση τη
μεγαλη του ηλιου. Αλλα πριν, ιδου θα στεναξουν οι νεοι και το αιμα τους αναιτια
θα γερασει. Κουρεμενοι καταδικοι θα χτυπησουν την καραβανα τους πανω στα
καγγελα. Και θα αδειασουν ολα τα εργοστασια, και μετα παλι με την επιταξη θα
γεμισουν, για να βγαλουνε ονειρα συντηρημενα σε κουτια μυριαδες, και χιλιαδων
λογιων εμφιαλωμενη φυση. Και θα 'ρθουνε χρονια χλωμα και αδυναμα μεσα στη
γαζα. Και θα 'χει ο καθενας τα λιγα γραμμαρια της ευτυχιας. Και θα 'ναι τα
πραγματα μεσα του κιολας ωραια ερειπια. Τοτε, μην εχοντας αλλη εξορια, που
να θρηνησει ο Ποιητης, την υγεια της καταιγιδας απο τ' ανοιχτα του του στηθη
αδειαζοντας, θα γυρισει για να σταθει στα ωραια μεσα ερειπια. Και τον πρωτο
λογο του ο στερνος των ανθρωπων θα πει, ν' αψηλωσουν τα χορτα, η γυναικα στο
πλάι του σαν αχτιδα του ηλιου να βγει. Και παλι θα λατρεψει τη γυναικα και θα την
πλαγιασει στα χορτα καθως του εταχθη. Και θα λαβουνε τα ονειρα εκδικηση, και θα
σπειρουνε γενεες στους αιωνες των αιωνων !
ιβ'
Ανοιγω το στομα μου * κι αναγαλιαζει το πελαγος
Και παιρνει τα λογια μου * στις σκοτεινες του σπηλιες
Και στις φωκιες τις μικρες * τα ψιθυριζει
τις νυχτες που κλαιν * των ανθρωπων τα βασανα.
Χαραζω τις φλεβες μου * και κοκκινιζουν τα ονειρα
Και τσερκουλα30 γινονται * στις γειτονιες των παιδιων
Και σεντονια στις κοπε * λες που αγρυπνουνε
Κρυφα για ν' ακουν * των ερωτων τα θαυματα.
Ζαλιζει τ' αγιοκλημα * και κατεβαινω στον κηπο μου
Και θαβω τα πτωματα * των μυστικων μου νεκρων
Και το λωρο το χρυσο * των προδομενων
Αστερων τους κο * βω να πεσουν στην αβυσσο.
Σκουριαζουν τα σιδερα * και τιμωρω τον αιωνα τους
Εγω που δοκιμασα * τις μυριαδες αιχμες
Κι απο γιουλια και ναρκισ * σους το καινουργιο
Μαχαιρι ετοιμα * ζω που αρμοζει στους Ηρωες.
Γυμνωνω τα στηθη μου * και ξαπολυουνται οι ανεμοι
Κι ερειπια σαρωνουνε * και χαλασμενες ψυχες
Κι απ' τα νεφη τα πυκνα * της καθαριζουν
Τη γη, να φανουν * τα Λιβαδια τα Παντερπνα !
ΙΖ'
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινη και αναμαρτητη τωρα πορευομαι.
Τωρα μ' ακολουθουν αναλαφρα πλασματα
με τους ιριδισμους του πόλου στα μαλλια
και το πραο στο δερμα χρυσαφισμα.
Μες στα χορτα προβαινω, με το γονατο πλωρη
κι η ανασα μου διωχνει απ' την οψη της γης
τις στερνες τολυπες του υπνου.
Και τα δεντρα βαδιζουν στο πλάι μου, εναντιον του ανεμου.
Μεγαλα μυστηρια βλεπω και παραδοξα :
Κρηνη την κρυπτη της Ελενης.
Τριαινα με δελφινι το σημαδι του Σταυρου.
Πυλη λευκη το ανοσιο συρματοπλεγμα.
Οθε με δοξα θα περασω.
Τα λογια που με προδωσαν και τα ραπισματα εχοντας
γινει μυρτιες και φοινικοκλαρα :
Ωσαννα σημαινοντας ο ερχομενος !
Ηδονη καρπου βλεπω τη στερηση.
Ελαιωνες λοξους με γαλαζιο αναμεσα στα δαχτυλα
τους χρονους της οργης πισω απ' τα σιδερα.
Και γιαλον απεραντο, απο μαγγανεια31 ωραιων ματιων βρεμενο,
τον βυθο της Μαρινας.
Οπου αγνος θα περπατησω.
Τα δακρυα που με προδωσαν και οι ταπεινωσεις εχοντας
γινει πνοες και ανεσπερα πουλια:
Ωσαννα σημαινοντας ο ερχομενος !
Σε χωρα μακρινη και αναμαρτητη τωρα πορευομαι.
ΙΗ'
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινη και αριτιδωτη τωρα πορευομαι.
Τωρα μ' ακολουθουν κοριτσια κυανα
κι αλογακια πετρινα
με τον τροχισκο του ηλιου στο πλατυ μετωπο.
Γενεες μυρτιας μ' αναγνωριζουν
απο τοτε που ετρεμα στο τεμπλο του νερου,
αγιος, αγιος, φωναζοντας.
Ο νικησαντας τον Αδη και τον Ερωτα σωσαντας,
αυτος ο Πριγκηπας των Κρινων.
Κι απο κεινες παλι τις πνοες της Κρητης,
μια στιγμη ζωγραφιζομουν.
Για να λαβει ο κροκος απο τους αιθερες δικαιο.
Στον ασβεστη τωρα τους αληθινους μου νομους
κλεινω κι εμπιστευομαι.
Μακαριοι, λεγω, οι δυνατοι που αποκρυπτογραφουνε το Ασπιλο.
Γι αυτων τα δοντια η ρογα που μεθα,
στων ηφαιστειων το στηθος και στο κλημα των παρθενων.
Ιδου, ας ακολουθησουνε τα βηματα μου !
Σε χωρα μακρινη και αρυτιδωτη τωρα πορευομαι.
Τωρα το χερι του Θανατου
αυτο χαριζει τη Ζωη
και ο υπνος δεν υπαρχει.
Χτυπα η καμπανα του ΄μεσημεριου
κι αργα στις πετρες τις πυρρέσ χαραζονται τα γραμματα:
ΝΥΝ και ΑΕΙ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιεν, αιεν και νυν τα πουλια κελαηδουν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τιμημα.
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρωτη
χαραγμενη στην πετρα ευχη του ανθρωπου
η αλκη32 μες στο ζωο που οδηγει τον ηλιο
το φυτο που κελαηδησε και βγηκε η μερα
Η στερια που βουτα και υψωνει αυχενα
ενα λιθινο αλογο που ιππευει ο ποντος
οι μικρες κυανες φωνες μυριαδες
η μεγαλη λευκη κεφαλη Ποσειδωνος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι της Γοργονας
που κρατα το τρικαταρτο σα να το σωζει
σα να το κανει ταμα στους ανεμους
σα να λεει να τ' αφησει και παλι οχι
Ο μικρος ερωδιος33 της εκκλησιας
η εννια το πρωι σαν περγαμοντο
ενα βοτσαλο απεφθο μεσα στο βαθος
τ' ουρανου του γλαυκου φυτειες και στεγες
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργουνε
που σηκωνουν το πελαγος σα Θεοτοκο
που φυσουν και αναβουνε τα πορτοκαλια
που σφυριζουν στα ορη κι ερχονται
Οι αγενειοι δοκιμοι της τρικυμιας
οι δρομεις που διανυσαν τα ουρανια μιλια
οι Ερμηδες με το μυτερο σκιαδι
και του μαυρου καπνου το κηρυκειο
Ο Μαϊστρος, ο Λεβαντες, ο Γαρμπης
ο Πουνεντες, ο Γραιγος, ο Σιροκος
η Τραμουντανα, η Οστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξυλινο τραπεζι
το κρασι το ξανθο με την κηλιδα του ηλιου
του νερου τα παιχνιδια στο ταβανι
στη γωνια το φυλλοδεντρο που εφημερευει
Οι λιθιες και τα κυματα χερι με χερι
μια πατουσα που συναξε σοφια στην αμμο
ενας τζιτζικας που επεισε χιλιαδες αλλους
η συνειδηση παμφωτη σαν καλοκαιρι.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το καμα που κλωτσαει
στο γιοφυρι απο κατω τα ωραια κοτρονια
τα σκατα των παιδιων με την πρασινη μυγα
ενα πελαγος βραζοντας και διχως τελος
Οι δεκαεξι νοματοι που τραβουν την τρατα
ο ακαθιστος γλαρος ο αργοπλευστης
οι φωνες οι αδεσποτες της ερημιας
ενος ισκιου μεσα στον τειχο
ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μινιο και με το φουμο
τα νησια με το σπονδυλο καποιανου Δια
τα νησια με τους ερημους ταρσαναδες
τα νησια με τα ποσιμα γαλαζια ηφαιστεια
Στο μελτεμι τα ορτσαροντας με κοντρα-φλοκο
Στο γαρμπη τ' αρμενιζοντας ποντζα-λαμπαντα
εως ολο το μακρος τους τ' αφρισμενα
με λιτριδια μαβια και με ηλιοτροπια
Η Σιφνος, η Αμοργος, η Αλοννησος
η Θασος, η Ιθακη, η Σαντορινη
η Κως, η Ιος, η Σικινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πετρινο πεζουλι
αντικρυ του πελαγους η Μυρτω να στεκει
σαν ωραιο οκτω ή σαν κανατι
με την ψαθα του ηλιου στο ενα χερι
Το πορωδες και ασπρο μεσημερι
ενα πουπουλο υπνου που ανεβαινει
το σβησμενο χρυσαφι μες στους πυλωνες
και το κοκκινο αλογο που δραπετευει
Του κορμου του αρχαιου του δεντρου η Ηρα
ο δαφνωνας ο απεραντος ο φωτοφαγος
ενα σπιτι σαν αγκυρα κατω στο βαθος
η Κυρα-Πηνελοπη με την ηλακατη
Της αντιπερα οχθης των πουλιων ο βοσπορος
ενα κτιριο απ' οπου ο ουρανος εχυθηκε
η γλαυκη ακοη μιση κατω απ' το πελαγος
μακροσυσκιοι ψιθυροι νυμφών και σφένταμων
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορταζοντας τη μνημη
των αγιων Κηρυκου και Ιουλιτης
ενα θαυμα να καιει στους ουρανους τ' αλωνια
ιερεις και πουλια να τραγουδουν το χαιρε :
ΧΑΙΡΕ η Καιομενη και χαιρε η Χλωρη
Χαιρε η Αμεταμελητη με το πρωραιο σπαθι
Χαιρε η που πατεις και τα σημαδια σβηνονται
Χαιρε η που ξυπνας και τα θαυματα γινονται
Χαιρε του παραδεισου των βυθων η Αγρια
Χαιρε της ερημίας των νησων η Αγια
Χαιρε η Ονειροτοκος χαιρε η Πελαγινη
Χαιρε η Αγκυροφορος και η Πενταστέρινη
Χαιρε με τα λυτα μαλλια η χρυσιζοντας τον ανεμο
Χαιρε με την ωραια λαλια η δαμαζοντας τον δαιμονα
Χαιρε που καταρτιζεις τα Μηναια των κηπων
Χαιρε που αρμοζεις τη ζωνη του Οφιουχου
Χαιρε η ακριβοσπαθιστη και σεμνη
Χαιρε η προφητικια και δαιδαλικη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χωμα που ανεβαζει
μιαν οσμη κεραυνου σαν θειαφι
του βουνου ο πυθμενας οπου θαλλουν
οι νεκροι ανθη της αυριον
Ο χωρις δισταγμους ενστικτος νομος
ο σφυγμος ο ταχυς παικτης του βιου
ο αιματινος θρομβος ο σωσιας του ηλιου
κι ο κισσος ο αλτης των χειμωνων
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο ροπτρο-σκαραβαιος34
το παρατολμο δοντι μες στο ψυχος του ηλιου
ο Απριλης που ενιωσε ν' αλλαζει φυλο
της πηγης το μπουμπουκι ο,τι που ανοιγει
Το χειραμαξο γερνοντας με τό 'να πλάι
μια χρυσομυγα που αναψε φωτια στο μελλον
του νερου η αορατη αορτη που παλλει
και γι ' αυτο ζωντανη κρατα η γαρδενια
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τα οικοσιτα της Νοσταλγιας
τα λουλουδια τα νηπια της βροχης που τρεμουν
τα μικρα και τετραποδα στο μονοπατι
Τ' αψηλα στους ηλιους και τα ρεμβοκινητα
Τα σεμνα με την κοκκινη αρρεβωνα
τα κομπαζοντας εφιππα μες στους λειμωνες
τα σε καθαρο ουρανο εργασμενα
τα στοχαστικα και τα χιμαιροποικιλτα
Το κρινο, το Τριανταφυλλο, το Γιασεμι
ο Μενεξες, η Πασχαλια, ο Υακινθος
το Γιουλι, το Ζαμπακι, το Αστρολουλουδο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το συννεφο στη χλοη
στο βρεμενο αστραγαλο το "φρτ" της σαυρας
το βαθυ της Μνησαρετης βλεμμα
που δεν ειναι αρνιου και αφεση δινει
Της καμπανας ο ανεμος ο χρυσεγερτης
ο ιππεας που παει ν' αναληφτει στη δυση
και ο αλλος ιππεας ο νοητος που παει
της φθορας τον καιρο ν' ανασκολισει
Μιας νυχτος Ιουνιου η νηνεμια
γιασεμια και φουστανια στοπεριβολι
το ζωακι των αστρων που ανεβαινει
της χαρας η στιγμη λιγο πριν κλαψει
Ενας κομπος ψυχης κι ουτε πια λεξη
σαν παραθυρο αδειο η Αρετουσα
και ο ερωτας ελθοντ' εξ' οράνω
πορφυριαν παρθεμενον χλαμυν35
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπιας
τα κοριτσια οι παραπλανημενες Πλειαδες
τα κοριτσια τ' Αγγεια των Μυστηριων
τα γεματα ωσ πανω και τ' απυθμενα
Τα στυφα στο σκοταδι και ομως θαυμα
τα γραμμενα στο φως και ομως μαυριλα
τα στραμμενα επανω τους οπως οι φαροι
τα ηλιοβορα και τα σεληνοβαμονα
Η Ερση, η Μυρτω, η Μαρινα
η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη
η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια
Των ψιθυρων η επωαση μες στα κοχυλια
μια χαμενη σαν ονειρο : η Αριγνώτα36
ενα φως μακρινο που λεει : κοιμησου
σαστισμενα φιλια σαν πληθος δεντρα
Το λιγακι πουκαμισο που τρωει ο αερας
το χνουδακι το χλόινο πανω στην κνημη
του αιδοιου το μενεξεδενιο αλατι
και το κρυο νερο της Πανσεληνου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινο τραγουδι
ο μυχός της Ελενης με το κυματακι
τα φραγκοσυκα φεγγοντας μες στη μασχαλη
ερειπιωνες37 του μελλοντος και της αραχνης
Τα νυχτερια τ' ατελειωτα μεσα στα σπλαχνα
το ρολόι το άυπνο που δεν φελαει
ενα μαυρο κρεβατι που ολο πλεει
στα τραχια τα παραλια του Γαλαξια
ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα ορθια με το μαυρο ποδι
τα καραβια οι αιγες των Υπερβορειων38
τα βια οι πεσσοι39 του Πολικου και του Υπνου
τα καραβια οι Νικοθοες κι οι Ευαδνες
Τα γεματα βοριαδες και φουντουκι του Ορους
τα μυριζοντας μουργα και χαρουπι αρχαιο
τα γραμμενα στη μασκα τους καθως οι Αγιοι
τα την ιδια στιγμη λοξα και ακινητα
Η Αγγελικα, ο Πολικος, οι Τρεις Ιεραρχαι
Ο Ατρομητος, η Αλκυων, η Ναυκρατουσα
το Μαρακι, το Εχει ο Θεος, η Ευαγγελιστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κυμα που αγριευει
και σηκωνεται πεντα οργιες επανω
τα χυμενα μαλλια στο ορνεο που γυριζει
και χτυπιεται στα τζαμια με την καταιγιδα
Η Μαρινα καθως προτου να υπαρξει
με του σκυλου το καυκαλο και τα δαιμονια
η Μαρινα το κερας της Σεληνης
η Μαρινα ο χαλασμος του κοσμου
Τα μουραγια ξεσκεπαστα στη σοροκαδα
ο παπας των νεφων που αλλαζει γνωμη
τα καημενα τα σπιτια που το ενα στο αλλο
ακουμπουνε γλυκα και αποκοιμιουνται
Της μικρης βροχης το λυπημενο προσωπο
η παρθενα ελια το λοφο ανηφοριζοντας
ουτε μια φωνη στα κουρασμενα συννεφα
της πολιχνης το σαλιγγαρακι που εσπασε
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρος και μονος
ο απο πριν χαμενος εσυ νά 'σαι
Ποιητης που δουλευει το μαχαιρι
στο ανεξιτηλο τριτο του χερι:
ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θανατος και αυτος η Ζωη
Αυτος το Απροβλεπτο και αυτος οι Θεσμοι
Αυτος η ευθεια του φυτου η το σωμα τεμνοντας
Αυτος η εστια του φακου η το πνευμα καιγοντας
Αυτος η διψα η μετα την κρηνη
Αυτος ο πολεμος ο μετα την ειρηνη
Αυτος ο θεωρος των κυματων ο Ιων
Αυτος ο Πυγμαλιων40 πυρος και τερατων
Αυτος η θρυαλλιδα41που απο τα χειλη αναβει
Αυτος η αορατη σηραγγα που υπερκερα42 τον Αδη
Αυτος ο Ληστης της ηδονης που δε σταυρωνεται
Αυτος ο Οφις που με το Σταχυ ενωνεται
Αυτος το σκοτος και αυτος η ομορφη αφροσυνη
Αυτος των ομβρων του φωτος η εαροσυνη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γυρισμα του Λυκου
στο ρυγχος του ανθρωπου και αυτο στου αγγελου
τα εννεα σκαλια που ανεβηκε ο Πλωτινος43
το χασμα του σεισμου που εγιομισε ανθη
Το λιγακι που αγγιζοντας αφηνει ο γλαρος
και φωτιζει τα βοτσαλα σαν αθωοτης
η γραμμη που χαραζεται μες στην ψυχη σου
και το πενθος μηνα του Παραδεισου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασιας
αχερουσιο σαλπισμα και πυρινη ωχρα
το καιουμενο ποιημα και ηχειο θανατου
οι δορυαιχμες λεξεις και αυτοκτονες
Το ενδομυχο φως που ασπρογαλιαζει
κατ' εικονα και ομοιωση του απειρου
τα χωρις εκμαγειο44 βουνα που βγαζουν
απαραλλαχτες οψεις οψεις του αιωνιου
ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οιηση45 των ερειπιων
τα βουνα τα βαρυθυμα, τα μαστοφορα
τα βουνα τα σαν υφαλα μιας οπτασιας
τα κλεισμενα ολουθε και τα σαρανταπορα
Τα γεματα ψιλοβροχο σαν μοναστηρια
τα χωμενα στο πουσι46 των προβατων
τα ηρεμα πηγαινοντας καθως βουκολοι
με το μαυρο ζιμπουνι και με το πανωμαντιλο
Η Πινδος, η Ροδοπη, ο Παρνασσος
ο Ολυμπος, η Τυμφρηστος, ο Ταϋγετος
η Διρφυς, ο Αθως, ο Αινος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διασελο που ανοιγει
αιωνιου γαλαζιο οδο στα νεφη
μια φωνη που παραπεσε μες στην κοιλαδα
μια ηχω που σαν βαλσαμο την ηπιε η μερα
Των βοδιων η προσπαθεια που σερνουν
τους ελαιωνες προς τη δυση
ο καπνος ο αταραχος που παει
των ανθρωπων τα εργα να διαλυσει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το περασμα του λυχνου
το γεματο χαλασματα και μαυρους ισκιους
η σελιδα που γραφτηκε κατω απ' το χωμα
το τραγουδι που ειπε η Λυγερη στον Αδη
Τα ξυλογλυπτα τερατα πανω σρο τεμπλο
οι αρχαιες οι λευκες οι ιχθυοφορες
οι ερασμιες Κορες με το πετρινο χερι
ο λαιμος της Ελενης ωσαν παραλια
Τ' ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δεντρα με την ευδοκια
η παρασηματικη ενος αλλου κοσμου
η παλια δοξασια οτι υπαρχει παντα
το πολυ σιμα και ομως αορατο
Η σκια που τα γερνει με το πλάι στο χωμα
ενα κατι του κιτρινου στη θυμηση τους
η αρχαια τους ορχηση πανω απο τους ταφους
η σοφια τους η αδιατιμητη
Η Ελια, η Ροδια, η Ροδακινια
το Πευκο, η Λευκα, ο Πλατανος
ο Δρυς, η Οξυα, το Κυπαρισσι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναιτιο δακρυ
ανατελλοντας αργα στα ωραια ματια
των παιδιων που κρατιουνται χερι-χερι
των παιδιων που κοιταζουνται και δε μιλιουνται
Των ερωτων το τραυλισμα πανω στα βραχια
ενας φαρος που εκτονωσεν αιωνων θλιψη
το τριζονι το επιμονο καθως η τυψη
και το μαλλινο ερημο μεσα στ' αγιαζι
Ο στυφος μες στα δοντια επιορκος δυοσμος
δυο χειλη που αδυνατο να στερξουν - και ομως
το "αντιο" στα τσινορα που λιγο λαμπει
και μετα ο για παντοτε θολος κοσμος
Το αργο και βαρυ των καταιγιδων οργανο
στην καταστραμμενη του φωνη ο Ηρακλειτος
των φονιαδων η αλλη πλευρα η αθεατη
το μικρο "γιατι" που εμεινε αναπαντητο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χερι που επιστρεφει
απο φονο φριχτον και τωρα ξερει
ποιος αληθεια ο κοσμος που υπερεχει
ποιο το "νυν" και ποιο το "αιεν" του κοσμου :
ΝΥΝ το αγριμι της μυρτιας Νυν η κραυγη του Μαη
ΑΙΕΝ η ακρα συνειδηση Αιεν η πλησιφαη
Νυν νυν η παραισθηση και του υπνου η μιμική
Αιεν αιεν ο λογος και Τροπις η αστρικη
Νυν των λεπιδοπτερων το νεφος το κινουμενο
Αιεν των μυστηριων το φως το περιιπταμενο
Νυν το περιβλημα της Γης και η Εξουσια
Αιεν η βρωση της Ψυχης και η Πεμπτουσια
Νυν της Σεληνης το μελαγχρωμα το ανιατο
Αιεν το χρυσοκυανο του Γαλαξια σελαγισμα47
Νυν των λαων το αμαλγαμα και ο μαυρος Αριθμος
Αιεν της Δικης το αγαλμα και ο μεγας Οφθαλμος
Νυν η ταπεινωση των Θεων η σποδος του Ανθρωπου
Νυν Νυν το μηδεν
και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !
Παραθέσεις
1 Πολλες φορες, απ' τα νιατα μου με πολεμησαν αλλα δεν με νικησαν
2 Οι τρεις μοιρες. Κατα την ελληνικη μυθολογια ερχονται την τριτη
νυχτα μετα την γεννηση και λενε στον ανθρωπο το μελλον του
3 Πονος, λυπη
4 Κούλες: Πυργος (βενετσιανικος πυργος στο λιμανι του Ηρακλειου;)
5 Βρυσες
6 Αρετη με τις τεσσερις ορθες γωνιες: υπονοει το απλο αρχιτεκτονικο
στυλ των νησιων
7 κοσκινιζουν
8 ειδος ακριδας που μοιαζει με αλογο, στην Μακεδονια λεγεται και
αλογακι του Χριστου
9 ρευμα αερος
10 δυσοσμο και δηλητηριωδες αεριο, δημιουργειται απο το οξυγονο
με την επιδραση του ηλιακου φωτος
11 Αναγραμμα-κρυπτογραφια των λεξεων: ΕΡΩΣ, ΘΑΛΑΣΣΑ,
ΜΑΡΙΝΑ, ΗΛΙΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ, ΕΛΥΤΗΣ
12 βραγχια (αναπνευστικα οργανα των ψαριων)
13 με κερατα (κερας φερω)
14 Αγια Μαρινα: αγια της Λεσβου. Αγαπημενο ονομα του Ελυτη.
(ετυμολογικα: μάρε (λατ.) = θαλασσα). Ο ποιητης
εγραψε και το ποιημα: Η Μαρινα των βραχων.
15 Εννοει την Λεσβο, πατριδα του ποιητη
16 Ο Αγιος Θεοδωρος της Λεσβου (ενας απο τους πιο νεους
αγιους της Ορθοδοξιας) που θεωρειται κατα την λαϊκη
παραδοση και σαν προγονος του Ελυτη
17 Χωρια της Λεσβου (στον κολπο της Γερας)
18 πελδινός: σκουροχρωμος
19 σωρος
20 ρηματα: λογια
21 μυρωδια ψητου
22 ο εθνικος μας Υμνος του Δ. Σολωμου (1798-1857)
23 λαμδα και εψιλον: Λ Ε υτερια
24 σαγή: εξαρτηματα υποζυγιου του αλογου (αλλα και οπλισμος).
Εδω ισως: βαρυ φορτιο
25 ζακόνι: συνηθεια, χούι
26 Σταφυλι
27 γαγγαμο= διχτυ
28 λειμων = λιβαδι
29 Κουστωδια: στρατιωτικη φρουρα
30 ροδα για κυλισμα (παιδικο παιγνιδι)
31 μαγεια
32 δυναμη
33 ερωδιος = ελόβιο πουλί , ο ψαροφαγος
34 ροπτρον (απο το ρημα: ρεπω) = μεταλλινο κατσκευασμα στις
εξωπορτες για να χτυπουν οι επισκεπτες
35 ερωτας που ηρθε απ τον ουρανο τυλιγμενος με την πορφυρη
χλαμυδα (κομματι απο τα ποιηματα της Σαπφως)
36 Προκειται για την Ανακτορία και οχι για την "Αριγνώτα"
(Ελυτης: Σαπφω, Εκδ. Ικαρος, 1996, σελ. 89-91): κωυ]δέ
νύν Ανακτορι[ας τίς ε]μναι[σθ' ού] παρεοισας...απύ Σαρδίων
πόλλακι τυίδε νών εχοισα�ώς πε δεζώομεν βεβάως εχεν
σε θέασ' ικέλαν αριγνώται σάι δέ μάλιστ' έχαιρε μολπαι...(Σαμπως
και τωρα την Ανακτορια πού 'φυγε μακριά μας λέω
τή θυμάται πια κανείς; πολλές φορές από τις μακρινές Σαρδεις εδώ
σε μας γυρίζει ο λογισμός της�εδώ που σαν θεά
φανερωνόταν μαγεμενη απ' το γλυκό τραγουδι σου).
37 ερειπιωνας = τοπος με πολλα ερειπια
38 Υπερβορειοι : μυθικος λαος που κατοικουσε στην βορειο Ελλαδα.
Κοντα τους διεμενε κατα τους χειμερινους μηνες
ο Απολλων. Ο Πινδαρος τους θεωρει μακαριους και ευδαιμονες
ανθρωπους που ζουσαν χωρις εγνοιες και προβληματα.
39 πεσσος = τετραγωνη κολονα στην οποια στηριζεται ο θόλος.
Ακομη: πούλι απο παιγνιδι
40 Πυγμαλιων: Κυπριος βασιλιας, ο οποιος συμφωνα με τις
<Μεταμορφωσεις> του Οβιδιου μη βρισκοντας γυναικα
που να του ταιριαζει, εκανε ενα αγαλμα γυναικας και το
ερωτευτηκε. Η Αφροδιτη τον λυπηθηκε και εμφυσησε ζωη στο
αγαλμα (Γαλατεα). Ο Πυγμαλιων απεκτησε κατα την παραδοση
απο την Γαλατεα την κορη Παφο.
41 φιτιλι
42 υπερκερω = υπερφαλαγγιζω
43 Πλωτινος: φιλοσοφος απο την Αιγυπτο (205-270 μ.Χ.),
θεμελειωτης της νεοπλατωνικης φιλοσοφιας
44 πλαστικη υλη, στην οποια γινεται αποτυπωση μορφης ή σχηματος
45 υπεροψια, αλαζονια
46 ομιχλη
47λαμψη, φεγγοβολημα
ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,
εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
μα όλος ο κόπος τ' ουρανού,
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
πρωί στα πόδια του βουνού,
τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,
τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα,
πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια
βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
θ' ανάψει. Αγριέυει η τρίχα του αλογόβουνου,
τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψύχες τ' ουρανού.
Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει.
O άνεμος αρπαγμένος απ τις φυλλωσιές
κάνει εμετό στη σκόνη του,
τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους,
η γή κρύβει τις πέτρες της,
ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας.
Κ' ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
κ' ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
κ' ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε: -φωτιά ή μαχαίρι!
Γι' αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
κακό θ' ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,
μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
-ο θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλλα στον αέρα,
καθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
στο θάνατο - κ' η μοίρα ό τι θέλει ας πεί.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κ' ηύρε το θάρρος,
καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
-κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
(Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...)
Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
ύστερα σκόρπισε ο καπνός κ' η μέρα πήε δειλά
να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
-μολις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο
Τώρα κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
μοιάζει μπαξές που τούφυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
μοιάζει ρολόι αγγέλου που σταμάτησε
μόλις είπανε "γεια παιδιά!" τα ματοτσίνορα
κ η απορία μαρμάρωσε...
Κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Αιώνες μαύροι γύρω του
αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
κ οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
ακούν με προσοχή,
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
-όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
χωρίς άλλα κεριά,
κοίτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
κι ανάμεσα απ τα φρύδια
μικρό πικρό πηγάδι - δακτυλιά της μοίρας,
μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
από που τουφυγε η ζωή. Μην πήτε πως -
μην πήτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου!
Eτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια-
έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!
'Ηλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;
Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κ' εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
κι' εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας!
Eτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δεντρο
και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
κ' ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
και τα δυο ματια πάνε να δακρύσουν,
γιατί; ρωτάει ο αητός, πούναι το παλικάρι;
Κι' όλα τ' αητόπουλα απορούν: πούναι το παλικάρι!
Γιατί; ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πούναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν: πού νάναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού νάναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν: πού νάναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.
πιάνουν το χέρι, και παγώνει,
πάν να δαγκάσουνε ψωμί, κ' εκείνο στάζει αίμα,
κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει
-γιατί; γιατί; γιατί; γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος;
γιατί ένα τέτιο ανόσιο ψωμί;
γιατί ένας τέτιος ουρανός εκεί που πρωτα εκατοικούσε ο ήλιος!..
΄Ηταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
σκύψανε τα βουνά της θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε,
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του,
βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
καβάλλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν,
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
κ' ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Hταν γερό παιδί,
τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νίφες λεύκες
ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
η αυγή, που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλλα δυό μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο,
να βάφει τα λουλούδια
ή, πάλι, με στοργή να σιγονανουρίζει
τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α! τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του!
Τι χάρτης περιφάνιας το γυμνό του στήθος,
όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...
Hταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
και με το κράνος του -γιαλιστερό σημάδι
(φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε, ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής,
και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
-δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Hταν γενναίο παιδί!
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
-τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες, βουϊζοντας,
απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ' η λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
-δεν κλαίει. Μοναχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
και κρύψουν τις ακτίδες τους
και σταματήσουν
εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος,
σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά,
σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται,
τί νάναι που αφουκράζεται - σύννεφα, μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους-αχ αφήστε την!
μισή κερί μιση φωτιά μια μάνα κλαίει-αφήστε την!-
στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει-αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
κ' οι μάνες είναι για να κλαίν, οι άντρες για να παλεύουν,
τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι,
το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
κ' η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο,
τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη,
αν θέλει να μη χάσει από την περιφάνια του!
ή, τότε, πάλι, με χώμα και νερό,
ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο
-μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα!
Στη μαργαρίτα πέστε νάβγει μ' άλλη παρθενιά!
μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπερίστερα
και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού,
καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι,
μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς,
μον' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
τις ροδωνιές όπου η ψυχή ανάδευε,
τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε.
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες
και παν με βιάση τα πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα
ποιού σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Φέρτε κανούρια χέρια, τι τώρα ποιός θα πάει
ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιός θα μπει
στον πεντοζάλι πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια -θε μου!-, τι τώρα πού θα παν
να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν!
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκο κι αμάραντο,
τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει "γεια σας παιδιά!"
Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα;
νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους,
ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο,
για να ντυθεί τις θύελλες καβάλλα σ' άστρωτο άλογο
και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;
Ποιος θ' ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
για ν' ασπαστεί τα βάτσαλα,
και ποιος θα κοιμηθεί
για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
νάβρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια,
αίμα και λαλιά,
να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
και να ριχτεί-αχ τούτη τη φορά!-
και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
΄Ηλιος, φωνί χαλκού, κι άγιο μελτέμι
πάνω στα στήθη του ώμοναν: "Ζωή, να σε χαρώ!"
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε,
μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
κι ασήμι από δροσιά, μόνον εκεί ο σταυρός
άστραφτε καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη.
Κ' η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
να πει μες απ' τα μάτια του και τις σημαίες τους: "Ζω!"
Γεια σου μορέ ποτάμι όπουβλεπες χαράματα,
παρόμιο τέκνο θεού, μ' ένα κλωνί ρογδιάς
στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου!
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
κάθε πούθελε πάρει Αντρούτσος τα ονειρά του!
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού, που έφτανες ως τα πόδια του,
και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του,
που ήσουν το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του,
γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
αγάπη ανθρώπου, ανάβοντας
αστρον από άστρο, τα κρυφά στερεώματα,
θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ,
για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση.
με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών.
Kι όπου κακό κρυφό, να το παιδεύει,
κι όπου κακό κρυφό, να το παιδεύει ανάβοντας!
Κείνοι που πράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει
τα μάτια η θλίψη - πήγαιναν τρικλίζοντας,
γιατί τους είχε πάρει,
τη θλίψη ο τρόμος, χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο...
Πίσω! και πιαχωρίς φτερά στο μέτωπο.
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια,
χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς!
Eκεί που γδύν' η θάλασσα τ΄αμπέλια και τα ηφαίστεια
στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι,
στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο.
Ζωή δεν είχαν πίσω τους, μ' έλατα και με κρύα νερά,
μ' αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο,
παπού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο,
στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
με πικραμένα μάτια.
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί
θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή,
μάνα που νάχει σφάξει με τα χέρια της,
ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
χορεύοντας νάχει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο,
μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού
ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος...
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα,
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα,
με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους,
με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι τού ήλιου.
Θαύμα - τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Ασπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υννί χαράζουνε τους κάμπους,
στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
και πιο βαθια τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της ?νοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος,
τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του,
φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός,
και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων!..
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζονται τα ζώα,
γρυλλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε.
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
γίγας που κανακεύει τα παιδιά του!
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, λένε, το Πάσχα τ' ουρανού!
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο...
Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα,
για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη,
για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κ' εσβήστη,
τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει,
για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια,
για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
στο παραθύρι ορθές, σφίγγοντας το μαντίλι τους
-κ' έπνιγ' η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη-,
για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου.
Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι,
λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του,
για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
Τώρα χτυπάει πιο γλήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα
-του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημάινει:
Ελευθερία.
Εληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
Ελευθερία
-για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά,
καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες,
τα πιο αθόα κορίτσια
τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
κ' η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη:
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ολοένα εκείνος ανεβαίνει...
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι, που ήταν μια φορά
χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά,
γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται!
Πουλιά τον χαιρετούν - του φαίνονται αδερφάκια του!
Ανθρωποι τον φωνάζουν - του φαίνονται συντρόφοι του.
"Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!"
"Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!"
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του...
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο, το Πάσχα του Θεού!